Όπως είπαμε και άλλη φορά, λένε οι Πατέρες ότι ο Θεός έδωσε τον θάνατο, για να μη γίνει αθάνατο το κακό. Εάν, π.χ., δεν πεθαίναμε, εάν δεν είχαμε όλες αυτές τις συνέπειες που έχουμε, που πότε πονούμε, πότε αρρωσταίνουμε, πότε μας φταίει το ένα, πότε μας φταίει το άλλο, πότε όλη αυτή η αθυμία που έρχεται από μέσα μας –τα γονίδια δουλεύουν και τον κάνουν τον καθένα, ανάλογα τι γονίδια έχει, να ζει μερικές φορές κόλαση– αν λοιπόν δεν ήταν αυτά, τόσο πολύ θα υπερηφανευόταν ο άνθρωπος, τόσο πολύ θα κυριευόταν από τον εγωισμό, από την οίηση, που δεν θα υπήρχε καμιά γιατρειά. Όπως ακριβώς έγινε με τα δαιμόνια, που δεν υπάρχει γιατρειά. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός αδίκησε τους δαίμονες· κανέναν δεν αδικεί ο Θεός. Αλλά εν πάση περιπτώσει για μας είναι ένα παράδειγμα η περίπτωση των δαιμόνων, που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση και ούτε μετάνοια έρχεται στην ύπαρξή τους ούτε σωτηρία.
Ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα» Θεού, και υπάρχει κίνδυνος να πάθει αυτό που έπαθαν οι δαίμονες. Όμως επλάσθη «κατ’ εικόνα» Θεού, για να μαθητεύει στον Θεό, για να υποτάσσεται στον Θεό, για να υπακούει, για να κάνει τις εντολές του Θεού, ώστε να φθάσει στο «καθ’ ομοίωσιν» και να σταθεροποιηθεί στην κατάσταση αυτή και ποτέ-ποτέ να μην περάσει πλέον ο παραμικρός λογισμός από μέσα του να υπερηφανευθεί ενώπιον του Θεού, αλλά να μένει αιώνια υποταγμένος ο άνθρωπος στον Θεό και να απολαμβάνει την αιώνια ζωή.
Εμείς κλαίμε και οδυρόμαστε, γιατί δεν ξέρουμε, αλλά αλίμονο, εάν δεν υπήρχε ο θάνατος. Ο απόστολος Παύλος λέει: «Ου θέλω αγνοείν υμάς περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσ. 4:13). Θέλω –και τα γράφει εδώ στους Θεσσαλονικείς– θέλω να σας πω σχετικά με τους κεκοιμημένους, μ’ αυτούς που πεθαίνουν, για να ξέρετε ποιά είναι η αλήθεια και να μην κάθεσθε και λυπάσθε, όπως λυπούνται οι άλλοι άνθρωποι –οι κοσμικοί, οι ειδωλολάτρες, οι αλλοεθνείς– που δεν τα ξέρουν. Εσείς πιστεύσατε στον Χριστό, ανήκετε στον Χριστό, είστε μέλη του σώματος του Χριστού, βαπτισθήκατε. Για μας λοιπόν τα πράγματα έχουν ως εξής: θα γίνει η ανάσταση. Θα αναστηθούν οι νεκροί και πρώτοι αυτοί θα εμφανισθούν ενώπιον του Κυρίου κατά τη Δευτέρα Παρουσία, και θα ακολουθήσουμε κι εμείς.
Όταν γνωρίζει κανείς την όλη αλήθεια, γνωρίζει το πώς τα έκανε ο Θεός, το πώς τα θέλει ο Θεός, το πώς τα λέει ο Θεός, αλλά κυρίως όμως όταν τα πιστεύει και μπαίνει μέσα στο όλο σχέδιο του Θεού, στην όλη πρόνοια του Θεού και μέσα στον νου του Θεού, πώς δηλαδή τα σκέφθηκε ο Θεός και τα προχωρεί, δεν έχει πρόβλημα· κάνει τον κανόνα του και τον κάνει με πολλή χαρά. Διότι στην πράξη αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει: «Αχ, Θεέ μου! Εάν δεν είχα αυτό, τι θα γινόμουν; Εάν δεν μου συνέβαινε εκείνο, τι θα γινόμουν; Εάν δεν ερχόταν το άλλο, που μου στοίχισε, που με παίδεψε, που με πόνεσε, τι θα γινόμουν; Σε τι άγνοια θα βρισκόμουν, τι έπαρση θα είχα μέσα μου, πόσο άρρωστη θα ήταν η ψυχή μου!»
Οι μάρτυρες και οι όσιοι και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας δεν ήξεραν τι έκαναν; Εάν τα ζυγίσουμε τα πράγματα με το δικό μας το μυαλό, με τη δική μας την κρίση, θα πούμε: «Γιατί δεν ρίχνει λίγο θυμίαμα στα κάρβουνα, αλλά δέχεται το μαρτύριο;» ή «Γιατί δεν κάνει έτσι, αλλά κάνει αλλιώς;» κλπ. Και οι μάρτυρες και οι όσιοι και οι αναχωρητές και γενικώς οι άγιοι, όπως είπαμε, ξέρουν τι κάνουν. Δεν κάνουν παράλογα πράγματα. Δεν κάνουν πράγματα που είναι λόξα. Μπορεί να μοιάζει καμιά φορά ότι είναι έτσι, όμως ξέρουν τι κάνουν. Βρήκαν το μυστικό, βρήκαν το μονοπάτι, βρήκαν τον δρόμο εκείνο ακριβώς που οδηγεί στη σωτηρία, και που περνάει μέσα ακριβώς από τα παθήματα.
Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν χρειαζόταν ο ίδιος ο Χριστός να περάσει μέσα από τα παθήματα. Ο Χριστός, Θεός ων αλλά και άνθρωπος, ήλθε να ζήσει και να περπατήσει αυτό τον δρόμο που καλούμαστε κι εμείς να περπατήσουμε. Εμείς χρειάζεται να τον ακολουθήσουμε, και έτσι αποκτά νόημα το να μιμούμαστε τον Χριστό. Όμως συγχρόνως με το να κάνει όλ’ αυτά που κάνει, μας σώζει. Αλλά και όλη του η ζωή ήταν ένα μαρτύριο, και στο τέλος υπέστη όλα αυτά που υπέστη και όντως σταυρώθηκε.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 138 (αποσπάσματα).
Αλίμονο εάν δεν υπήρχε ο θάνατος