Ερχόνταν μουσαφιραίοι – διηγήθηκε μία πνευματική κόρη του οσίου Γεωργίου – ξεκινούσαν από τη Δράμα και ο Γέροντας ήξερε τι κουβαλούσαν μαζί τους. Καμιά φορά πρόσταζε: «Αυτοί που θα ‘ρθουν, εγώ θα κλείσω την πόρτα, να πείτε δεν είμαι εδώ, λείπει». Η μάνα μου τότε παραπονιόταν: «Πάτερ, τους καλούς τους ανθρώπους τους θέλεις, τους κακούς όμως τους διώχνεις, αυτούς ποιος θα τους βοηθήσει;» Διευκρίνιζε ο Γέροντας: «Έχουν παραβεί τον νόμο του Θεού, πάνε στους χοτζάδες, στις χαρτορίχτρες και άμα δεν βρίσκουν σωτηρία, τρέχουν, έρχονται και στον καλόγερο. “Ο καλόγερος ξέρει”, θα τους πει. Τους διαβόλους μαζί τους τους κουβαλάνε, τι θα τους κάνω εγώ; Άμα δείτε τι κουβαλάνε και εσείς θα φοβηθείτε».
Δύο γριές ξεκίνησαν, είπαν θα πάμε στον καλόγερο να εξομολογηθούμε. Της μιας ο γαμπρός ήταν κομμουνιστής. «Εγώ, είπε, κομμουνιστής είμαι, αλλά θα πάω να δω ο καλόγερος τι θα πει στην πεθερά μου». Εν τω μεταξύ αυτή τον γιο της τον είχε διώξει από το σπίτι και δεν μιλούσε μαζί του, όμως ήρθε εδώ να εξομολογηθεί. Πήγε η μία, χαιρέτισε τον καλόγερο και πήγε στην άκρη. Μετά πλησίασε και αυτή. «Γιατί ήρθες»; της είπε, «ήρθες να εξομολογηθείς;». «Ναι, πάτερ», απάντησε. «Να πας πρώτα να μιλήσεις με τον γιο σου και ύστερα να ‘ρθεις να εξομολογηθείς». Ο γαμπρός της έμεινε άφωνος. «Από εκεί που ήμουν κομμουνιστής, είπε, τώρα θα είμαι πρώτος χριστιανός. Αφού με τ’ αυτιά μου το άκουσα, μαζί πήγαμε, να πω ότι το είπε κάπου και το άκουσε ο καλόγερος, όχι». Δεν την εξομολόγησε, την έστειλε πίσω και πήγε και μίλησε με τον γιο της.
Μία φορά – καταθέτει άλλο πνευματικό του τέκνο – πήγαμε στην Καλλίφυτο με τον Γέροντα, στη Ζωοδόχο Πηγή. Ένας θείος μου, ο Ηρακλής, είχε ένα ήσυχο ζώο και μ’ εκείνο πολύ ήθελε να πηγαίνει ο Γέροντας. Τότε τον παρακάλεσα να μας πάρει κι εμάς μαζί του. «Αν μπορείτε να περπατάτε, τότε ελάτε», μας είπε. Όταν πήγαμε εκεί στην παλαιά την εκκλησία, στη σπηλιά, μόλις μπήκε μέσα ο Γέροντας, όλος ο κόσμος που καθόταν απέξω, αμέσως τον ακολούθησε και γέμισε το εκκλησάκι. Όταν τελείωσε η Λειτουργία, βγήκαμε έξω. Είχαν κουβέρτες και τις άπλωσαν και καθίσαμε όλοι κάτω. Ερχόταν ο κόσμος, έπαιρναν την ευχή του και του έδιναν άλλοι αυγά, κουλούρια, τσουρέκια, ό,τι είχαν. Εκείνος με είχε δίπλα του και μου έλεγε: «Φάε, παιδί μου, εσύ φάε», όμως εκείνος δεν έτρωγε. Μετά, επειδή χάλασε ο καιρός για βροχή, τα μαζέψαμε και φύγαμε. Πάνω στο ζώο καθόταν πολύ σεμνά, όχι καβάλα, στο πλάι. Ο θείος μου ευτυχώς του είχε ένα αδιάβροχο, γιατί στον δρόμο έπιασε μία μπόρα δυνατή. Εμείς όλοι γίναμε μούσκεμα, αλλά όμως γελούσαμε και χαιρόμασταν.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 94, 97.