Το πρώτο σκέλος της εν Χριστώ ζωής για τον καθένα Χριστιανό είναι η ορθή και ζώσα πίστη. Αλλά δεν αρκεί αυτή μόνη. «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστιν», λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος (Ιακ. 2:20). Ασφαλώς και δεν μας σώζουν τα καλά έργα. Μας σώζει η λυτρωτική χάρη του Θεού. Αλλά τα καλά έργα είναι η απαραίτητη απόδειξη της πίστεώς μας, είναι η έμπρακτη βεβαίωση ότι επιθυμούμε να γίνεται το θέλημα του Θεού και στην προσωπική μας ζωή και φροντίζουμε να ανταποδίδουμε την ευγνωμοσύνη στο μεγάλο ευεργέτη και Σωτήρα μας Χριστό.
Αλλά, επειδή η αμαρτία είναι η μόνιμη απειλή της ψυχής μας, είναι η κακή σύντροφός μας, αφού παιδιόθεν «επί τα πονηρά έγκειται η διάνοια του ανθρώπου» (Γεν. 8:21) και δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος καθαρός από ρύπο, και αν ακόμη ήταν μία ώρα η ζωή του, και επί πλέον, επειδή δεχόμαστε τις συνεχείς προσβολές των πνευμάτων της πονηρίας, είναι επόμενο να ενεργούμε πολλές φορές σύμφωνα με το θέλημά μας και να προσβάλλουμε τον αγαθό Θεό. Είμαστε υπεύθυνοι πολλών αμαρτημάτων. Αλλά στο σημείο αυτό κορυφώνεται η φιλανθρωπία του Θεού.
Το πρώτο κατόρθωμα του διαβόλου να απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Παράδεισο με την παρακοή του, ο Χριστός το αχρήστεψε με το θάνατο και την Ανάστασή Του. Αλλά και στη συνέχεια ο μισόκαλος προσπαθεί να σπρώξει τον άνθρωπο στην αμαρτία και το επιτυγχάνει, όταν ο άνθρωπος δεν αντιστέκεται. Από αυτές τις συνεχείς πτώσεις του ανθρώπου ο Χριστός τον επαναφέρει με έναν άλλο σωτήριο αντιπερισπασμό, με το μυστήριο της μετανοίας. Τη λευκότητα της ψυχής που ενδύεται ο άνθρωπος στο λουτρό του Βαπτίσματος την αμαυρώνει με τις αμαρτίες και την αποκτά πάλι με τα δάκρυα τώρα της μετανοίας. Και καθώς ο λουσμένος έχει ανάγκη μόνο τα πόδια του να πλύνει, έτσι και ο βαπτισμένος χριστιανός χρειάζεται να ανανεώνει τη χάρη του Βαπτίσματος με την εξομολόγησή του. Αυτή είναι η μετάνοια. Η συνεχής απόπτυση του διαβόλου και η συνεχής απόπλυση από το ρύπο της αμαρτίας.
Αλλά, δεν αρκεί να εξασφαλίσουμε μόνο την απαλλαγή μας από τις αμαρτίες. Η μετάνοιά μας πρέπει να συνοδεύεται και από τα έργα της μετανοίας. Και αυτά είναι η αποκατάσταση της σχέσης μας με τον Θεό, σε ό,τι αφορά τις λατρευτικές μας υποχρεώσεις, και η αποκατάσταση της σχέσης μας με τους άλλους. Κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έκανε ο Ζακχαίος. Απέδωσε στο τετραπλάσιο τις αδικίες του.
Αλλά η αγία μας Εκκλησία δεν περιορίστηκε στην αξιοποίηση της χάριτος αυτού του Μυστηρίου σε προσωπικό μόνο επίπεδο. Οργάνωσε και μια συλλογική προσπάθεια. Μία κοινή προσπάθεια όλων των πιστών στον ίδιο για όλους χρόνο και με τα ίδια περίπου θεραπευτικά μέσα. Προσδιόρισε περίοδο μετανοίας, πνευματικού συναγωνισμού και όχι ανταγωνισμού. Κατά το παράδειγμα της Ιουδαϊκής νομοθεσίας να δίνεται στο Θεό η δεκάτη, έπρεπε δηλαδή να δίνεται σε ελεημοσύνες το ένα δέκατο του εισοδήματος των Ιουδαίων, κατά τον ίδιο τρόπο αφιέρωσε η Εκκλησία μας το ένα δέκατο του χρόνου κατ’ εξοχήν στη λατρεία του Θεού. Πρόκειται γι’ αυτή την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, κατά την οποία εντείνεται ο πνευματικός αγώνας των πιστών. Γνωρίζοντας οι άγιοι Πατέρες την πνευματική ωφέλεια από αυτόν τον πνευματικό συνασπισμό αυξήσανε τις λατρευτικές ευκαιρίες και τις εμπλουτίσανε με κατανυκτικές Ακολουθίες. Τη λαμπρότητα του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας την αντικατέστησαν στη διάρκεια της εβδομάδας με τις ταπεινές Προηγιασμένες. Οι μουσικοί ρυθμοί, τα τροπάρια, τα αναγνώσματα επιλέχτηκαν για να προκαλούν στις ψυχές κατάνυξη και χαρμολύπη.
Επέβαλαν τον περιορισμό στην ποσότητα, την ποικιλότητα και ποιότητα των τροφών, ώστε και το σώμα του ανθρώπου ανάλαφρο να συμμετέχει στα πνευματικά αγωνίσματα. Και μάλιστα αρχίζει η περίοδος της νηστείας με μία «δόση εφόδου», θα λέγαμε. Με το ευλογημένο «Τριήμερο» ολικής αποχής από τις τροφές, σαν μία ψυχοσωματική προσφορά και θυσία στο Θεό, για όσους έχουν τη δύναμη.
Πέρα από τις Ακολουθίες και τις νηστείες, οι Χριστιανοί επιδίδονται περισσότερο στην περίοδο αυτή στη σιωπή, στην ελεημοσύνη, στη συγχωρητικότητα, στην αύξηση των μετανοιών, στον περιορισμό των συναναστροφών και στην εντατικότερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού, του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο τομέας λοιπόν της μετανοίας είτε ως προσωπικός αγώνας είτε ως πνευματικός θεσμός του πληρώματος της Εκκλησίας είναι ο δεύτερος σημαντικότατος παράγοντας, που μπορεί να ελκύσει το έλεος και τη συμπάθεια του Θεού μας.
Το πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η βίωση της μετανοίας μπορούμε να το δούμε και στην Π. Διαθήκη. Πολλές φορές οι Προφήτες καλούσαν τον λαό σε μετάνοια. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Προφήτου Ιωνά, τον οποίο απέστειλε ο Θεός στην μεγάλη πόλη της Νινευΐ για να τους διαμηνύσει ότι θα καταστραφεί η πόλη, επειδή είδε ο Θεός τα φαύλα έργα των κατοίκων της. Όλοι τότε οι κάτοικοι και ο βασιλιάς τους και τα παιδιά τους φόρεσαν πένθιμα ενδύματα. Δεν έφαγαν, δεν ήπιαν και άφησαν τα πονηρά τους έργα. Ακόμη και τα ζωντανά τους, τα πρόβατα, τα βόδια τους, κι αυτά τα άφησαν νηστικά. Όλοι θρηνούσαν και πενθούσαν. Αυτό συγκίνησε το Θεό και δεν κατέστρεψε την πόλη, όπως τους είχε προειδοποιήσει.
Αλλά, αν στην περίπτωση της Νινευΐ, ο Θεός φαίνεται να συγκινήθηκε και από την πείνα των αθώων παιδιών και των αναμάρτητων ζώων, πώς δεν θα συγκινηθεί, όταν καθένας από μας προσφέρει μία προσωπική του θυσία, μία έκτακτη εγκράτεια, αν αγωνισθεί ιδιαίτερα να απαλλαγεί από κάποιο χρόνιο πάθος του, αν κοπιάσει ιδιαίτερα στην περιποίηση ενός ανήμπορου προσώπου, αν κάνει ένα τάμα στην Παναγία ή στους Αγίους, αν κάνει μία ελεημοσύνη μεγάλη ή μικρή, αν συγχωρήσει τους εχθρούς του, αν εφαρμόσει τη σιωπή, αν αυξήσει τις προσευχές του, αν αποφασίσει να διαβάζει κάθε μέρα ένα Ψαλτήρι, που ίσως δε το έχει κάνει ως τα σήμερα;
Πώς δεν θα συγκινηθεί ο δίκαιος Θεός, όταν θα δει να ανεβαίνουν στον ουρανό τόσες προσευχές, και πώς δεν θα αναστείλει τα κύματα της δίκαιης οργής του για τα φαύλα έργα των υιών των ανθρώπων;
Από το βιβλίο: Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής, “Η έσχατη ελπίδα μας”. Έκδ. Ι. Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης, 2016, σελ. 42.