Η χριστιανική ηθική συνδέεται άμεσα με την ελευθερία, γιατί α) προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου και β) κατευθύνει προς την ελευθερία τον άνθρωπο. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι η ελευθερία που προϋποθέτει και η ελευθερία προς την οποία κατευθύνει δεν είναι ταυτόσημες, αλλά βρίσκονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Ακριβέστερα μπορεί να λεχθεί ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η ελευθερία που προϋποθέτει η χριστιανική ηθική, όπως και κάθε ηθική, είναι περιορισμένη και σχετική· είναι η ελευθερία ή η αυτεξουσιότητα που υπάρχει στο επίπεδο της καθημερινής ζωής. Αντίθετα η ελευθερία στην οποία κατευθύνει η χριστιανική ηθική είναι απεριόριστη και απόλυτη· είναι η οντολογική ελευθερία του Πνεύματος, στην οποία μετέχει ο πιστός ως κοινωνός της άκτιστης θείας ενέργειας και ζωής.
Τα κτιστά όντα δεν είναι ελεύθερα από την φύση τους, γιατί δεν δημιούργησαν τα ίδια τον εαυτό τους. Ως κτιστά και περιορισμένα, έχουν κτιστή και περιορισμένη ελευθερία. Ο άνθρωπος έχει το «είναι δεδανεισμένον» (1), δηλαδή δοτό. Αυτό σημαίνει ότι έχει δοτή και την ελευθερία. Η ελευθερία του ανθρώπου θα ήταν απόλυτη, αν ήταν άκτιστη και συμπεριλάμβανε το είναι του. Μόνο ο άκτιστος και άπειρος Θεός έχει άκτιστη και απόλυτη ελευθερία, γιατί «όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»(2).
Η απόλυτη ελευθερία ορίζει η ίδια τον εαυτό της και τον τρόπο της υπάρξεώς της χωρίς οποιαδήποτε εξάρτηση ή αναγκαιότητα. Αλλά ο άνθρωπος εξαρτάται από το περιβάλλον του, προσδιορίζεται από την φύση του, εξουσιάζεται από τον θάνατο. Έχει όμως ελευθερία επιλογής (3). Και η ελευθερία του αυτή είναι η άλλη όψη της εξαρτήσεώς του από τα πρόσωπα και τα πράγματα που τον ορίζουν και τον περιβάλλουν. Είναι η όψη της αγαπητικής σχέσεώς του με αυτά. Ήδη όμως η περιορισμένη και δοτή ελευθερία του είναι αποφασιστική για την προσέγγιση της απόλυτης.
Η ελευθερία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο συμβαδίζει με την απελευθέρωσή του από την κοσμική νομοτέλεια. Πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι ο άνθρωπος, όταν κατευθύνεται από την νομοτέλεια αυτήν; Πόσο ελεύθερος μπορεί να αισθάνεται, όταν απειλείται διαρκώς από τον θάνατο και τελικά υποκύπτει σε αυτόν; Ο φόβος του θανάτου κάνει τον άνθρωπο φίλαυτο και εγωκεντρικό. Τον κατευθύνει στην αμαρτία και τον υποδουλώνει στα πάθη και τις επιθυμίες του. Μόνο αν απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου, μπορεί να απεγκλωβιστεί και να ελευθερωθεί: «Ο τον θάνατον δεδοικώς δούλος εστί, και πάντα υφίσταται υπέρ του μη αποθανείν» (4). Ο άνθρωπος όμως φοβάται τον θάνατο, γιατί διαρκώς τον παραμονεύει. Και η απελευθέρωσή του από αυτόν βρίσκεται πέρα από τις δυνάμεις του.
Η ελευθερία του ανθρώπου από την δουλεία της αμαρτίας και των παθών δεν κατορθώνεται με την αυτοεγκατάλειψή του στα πάθη και τις επιθυμίες του. Δεν κερδίζεται με την προσπάθεια βελτιώσεως της παρά φύση καταστάσεώς του. Γίνεται όμως δυνατή με μία άλλη μορφή δουλείας, που θεραπεύει τον άνθρωπο από την παρά φύση κατάστασή του και τον αποκαθιστά στην κατά φύση ζωή και διαγωγή· με την υποταγή του στο θέλημα και την ενέργεια του Θεού.
Για να βρει ο άνθρωπος την ελευθερία του, καταφεύγει στον Θεό· υπακούει στο θέλημά του, γίνεται δούλος του. Η υπακοή στον Θεό είναι κατάφαση στην ελευθερία, που ταιριάζει στην φύση του. Και η υποδούλωση σε αυτόν είναι είσοδος στην ελευθερία, από την οποία αλλοτριώθηκε. Η εκούσια υποδούλωση στον Θεό, που πραγματοποιείται με την υπακοή στο θέλημά του, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον θάνατο και τον καθιστά μέτοχο της αφθαρσίας και της αθανασίας (βλ. Α’ Κορ. 7:22). Με τον τρόπο αυτόν εισάγεται στην απόλυτη ελευθερία, στην αληθινή και άκτιστη θεία ελευθερία.
(1) Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90,893C.
(2) Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 1, σ. 666.
(3) Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 133.
(4) Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την προς Εβραίους 4,4, PG 63,41.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 233 (απόσπασμα από το κεφάλαιο 16. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ).
Η ελευθερία του ανθρώπου