Ολόκληρος ο βίος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου συνδέεται άρρηκτα με την αλήθεια. Στον βίο του ταυτίζεται σε μέγιστο βαθμό η θεωρία με την πράξη. Ο άγιος του Θεού ό,τι πιστεύει και διδάσκει, αυτό και βιώνει στην καθημερινή του ζωή.
Α) Το πρώτο σημαντικό γεγονός του βίου του αγίου Χρυσοστόμου, που δείχνει την προσκόλλησή του στην αλήθεια και στην προτεραιότητα που δίνει σ’ αυτήν, είναι η στροφή του από την κοσμική στην εκκλησιαστική «σταδιοδρομία». Περίπου στα είκοσί του χρόνια, μόλις έχει τελειώσει τις βασικές του σπουδές, ανεβαίνει στο βήμα ως συνήγορος και προκαλεί από την αρχή τον θαυμασμό των ακροατών του. Μπροστά του ανοίγεται διάπλατος ο δρόμος για πλούτη, για τιμές και δόξες. Σ’ αυτήν την ώρα ο Ιωάννης έκανε την κρίσιμη επιλογή του. Εγκατέλειψε την κοσμική σταδιοδρομία και δόθηκε ολόκληρος, ψυχή τε και σώματι στον Χριστό και στην Εκκλησία. Για την εποχή εκείνη ένας νέος πλούσιος με σπάνιο ρητορικό ταλέντο να εγκαταλείπει όλα τα εγκόσμια και να αφιερώνεται στην ζωή και στο έργο της Εκκλησίας δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Ήταν πολύ λίγα αυτού του είδους τα παραδείγματα. Κι όμως ο Ιωάννης έκαμε το τόλμημα. Γιατί; Διότι στάθηκε μπροστά στην αλήθεια και την αντίκρυσε κατάματα. Βεβαιώθηκε σταθερά για την ματαιότητα της θύραθεν σταδιοδρομίας και για την απόλυτη αξία της διακονίας στην Εκκλησία, η οποία είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3:15). Είναι ολοφάνερο ότι την κρίσιμη αυτή ώρα είδε τις κοσμικές επιδόσεις και επιτυχίες, δηλαδή τους θαυμάσιους ρητορικούς λόγους, τα χειροκροτήματα και τον θαυμασμό των ακροατών, τα πλούτη και την δόξα ως εφήμερα και παροδικά, ως “μη όντα”, ως σκιές και ονείρατα και επομένως ως ψεύδος. Από την άλλη πάλι πλευρά αντελήφθη τα της Εκκλησίας, δηλαδή την αγιοπνευματική αγάπη, τη χαρά και την ειρήνη, την θεία χάρη, την υιοθεσία, την σωτηρία, ως αγαθά σταθερά και μόνιμα, αιώνια, ως “όντα”, δηλαδή αληθινά. Περισσότερο όμως συνειδητοποίησε πλήρως ότι η μόνη σταθερή και αμετακίνητη Ύπαρξη είναι αυτός ο αληθινός Θεός, που λατρεύεται στην Εκκλησία. Αυτός είναι το “όντως Ον”, η όντως Αλήθεια. Αυτή ακριβώς η συναίσθηση της Αληθείας ήταν αυτή που έκρινε και την περαιτέρω πορεία του. Ό,τι λοιπόν θα δίδασκε αργότερα το πίστεψε ακράδαντα πρώτα, το βίωσε ο ίδιος και το εφήρμοσε στον βίο του.
Β) Το δεύτερο σημείο από τον βίο του αγίου Χρυσοστόμου, που έχει άμεση σχέση με την πραγματική αναζήτηση της αλήθειας από τον ίδιο είναι οι αγώνες του για την προσωπική του κάθαρση. Επιθυμώντας σφοδρώτατα να πλησιάση την όντως αλήθεια και πιστεύοντας ακράδαντα ότι μπορεί να ευρεθή πιο κοντά σ’ αυτήν, όσο περισσότερο και καλύτερα καθαρίση την καρδιά του, αποφάσισε με τόλμη να ριφθή στους ασκητικούς αγώνες. Μετά την σπουδή του στο περίφημο Ασκητήριο, την βάπτισή του το 368, την χειροθεσία του σε αναγνώστη το 371, την κατηχητική του διακονία στην τοπική Εκκλησία της Αντιοχείας και μετά την κοίμηση της αγίας του μητρός Ανθούσης, εγκατέλειψε τον κόσμο και πορεύθηκε στην γύρω ορεινή περιοχή του Σιλπίου. Εκεί έγινε μοναχός και ασκητής.
Στην έρημο που βρέθηκε παρέδωσε τον εαυτό του ο πολύ μορφωμένος και έξοχος ρήτορας Ιωάννης σε Σύρο γέροντα ασκητή, ο οποίος δεν είχε προφανώς καμία κοσμική μόρφωση. Με τον έντονο ασκητικό αγώνα επί τέσσερα χρόνια ξεπερνάει τα ασκητικά μέτρα της συνοδείας του Σύρου γέροντος και ζητεί για τον εαυτό του αυστηρότερη άσκηση. Οπως μας πληροφορεί ο βιογράφος του Παλλάδιος, «αναχωρεί και μένει σε σπήλαιο μόνος, επιθυμώντας την αφάνεια. Κι εκεί, όπου έμεινε είκοσι τέσσερες μήνες, περνούσε τον περισσότερο χρόνο μελετώντας τις Διαθήκες του Χριστού (την Παλαιά και την Καινή), για να εξαλείψη την άγνοια. Χωρίς καθόλου να ξαπλώση τα δύο αυτά χρόνια, ούτε τη νύχτα, ούτε την ημέρα, κατορθώνει να νεκρώση τα σαρκικά πάθη, αλλά το πολύ ψύχος προσβάλλει την κανονική λειτουργία των νεφρών. Μη μπορώντας δε πλέον να φροντίση μόνος τον εαυτό του επανέρχεται στον εκκλησιαστικό λιμένα (στην Αντιόχεια)» (Διάλογος…, 5. PG 47,18). Εδώ ισχύει το γεροντικό λόγιο «Δος αίμα και λάβε πνεύμα». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακολουθώντας την ασκητική τακτική των παλαιοτέρων και συγχρόνων του γερόντων, έδωσε πράγματι αίμα, υποβλήθηκε σε μέγιστες θυσίες, χωρίς να υπολογίζη τον εαυτό του, μόνον και μόνον για να επιτύχη την κάθαρση, με την οποία πίστευε ότι θα μπορούσε να προσελκύση την χάρη του αγίου Πνεύματος, για να οδηγηθή στην όντως αλήθεια, την οποία επιθυμούσε βαθύτατα να υπηρετήση. Αξίζει δε να τονισθή ότι τα κύρια μέσα που χρησιμοποιεί για την κάθαρση της καρδίας είναι η άσκηση και η μελέτη των Αγίων Γραφών.
Γ) Το τρίτο, τέλος, σημείο από τον βίο του αγίου Χρυσοστόμου, που δείχνει την πλήρη αφοσίωσή του στην όντως αλήθεια είναι η αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που αναφύονται κατά την διάρκεια της εκκλησιαστικής του διακονίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που είναι πάμπολλες, ο άγιος του Θεού ομιλεί και ενεργεί αντίθετα με τις συνήθεις επιθυμίες των ανθρώπων. Τους αποτρέπει να προστρέχουν στα θέατρα και στα ιπποδρόμια. Κατακρίνει την πολυτέλεια, την σπατάλη, την κοσμική φαντασία, τους καλλωπισμούς των γυναικών, την επαρση και την σκληρότητα των αρχόντων, την πρόκληση και τα σκάνδαλα. Η τακτική αυτή πολλές φορές τον κάνει αντιπαθητικό και δημιουργεί σοβαρή απειλή για τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, αλλά και για την ίδια του την ζωή. Είναι γνωστό το αντιχρυσοστομικό κλίμα που δημιουργήθηκε από κληρικούς και λαϊκούς άρχοντες στην Κωνσταντινούπολη. Κι όμως ο ίδιος αμετάπειστος και ανυποχώρητος συνεχίζει να ομολογεί την αλήθεια, όποια θυσία κι αν συνεπάγεται αυτή του η τακτική.
Προτίμησε την αλήθεια από την εύνοια των αρχόντων. Είπε την αλήθεια στον Ευτρόπιο, τον πανίσχυρο πρωθυπουργό του αυτοκράτορα Αρκαδίου, έστω και αν εκείνος συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο να γίνη ο Χρυσόστομος αρχιεπίσκοπος Κωνστντινουπόλεως, με αποτέλεσμα να μετατραπή σ’ ένα από τους πιο φανατικούς εχθρούς του.
Ο άγιος Χρυσόστομος υπερασπίστηκε εκείνους που αδικούνταν και πήρε με παρρησία το μέρος εκείνων που είχαν μαζί τους την αλήθεια, έστω κι αν ήταν μικροί και ανίσχυροι και αδικούνταν και διώκονταν από τους ισχυρούς κατά κόσμον.
Το 401 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Ευδοξία βάσει κάποιου παλαιού εθιμικού δικαίου ιδιοποιήθηκε τον αμπελώνα κάποιας πτωχής χήρας, η οποία ζούσε απ’ αυτόν. Η χήρα ζήτησε την συμπαράσταση του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και εκείνος έχοντας ως κριτήριο την αλήθεια δεν δίστασε να επέμβη στην αυτοκράτειρα υπέρ της αδικημένης χήρας με αποτέλεσμα να προκαλέση την οργή της και έτσι να επιβαρυνθή το κλίμα εναντίον του.
Τέλος, εκεί που αναδεικνύεται η θυσιαστική του αγάπη για την Εκκλησία και η υπερβατική του αφοσίωση στην αλήθεια, την οποία δέχεται εδραιωμένη στην Εκκλησία, είναι η τελευταία υποθήκη του προς τους υποστηρικτές του κληρικούς και προς τις διακόνισσες με πρώτη την Ολυμπιάδα: «Τα κατ’ εμέ τέλος έχει, όπως βλέπω. Τον δρόμον μου τετέλεκα, και ίσως δεν θα ξαναδείτε πια το πρόσωπό μου. Όμως αυτό που σας παρακαλώ είναι τούτο· κανένας απολύτως από σας να μην παύση να έχη την ίδια πάντα αγάπη για την Εκκλησία. Κι όποιος οδηγηθή χωρίς την θέλησή του… να κλίνετε την κεφαλή σας ωσάν να ήταν ο Ιωάννης, διότι δεν μπορεί να υπάρχη Εκκλησία χωρίς επίσκοπο, και έτσι θα βρήτε έλεος από τον Θεό» (Παλλαδίου, Διάλογος…, 10. PG 47,35). Είναι η τελευταία υποθήκη του αγίου που αναφέρεται στην υπακοή στον αντικαταστάτη του επίσκοπο, για να αποφευχθή το σχίσμα. Ο άγιος του Θεού φθάνει στην υπερβατική και αυτοθυσιαστική αυτή πράξη, επειδή έχει καλά συνειδητοποιήσει ότι με την ενότητά της η Εκκλησία εκφράζει την ζωντανή παρουσία του Χριστού που είναι η μόνη αιώνια αλήθεια.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξεν εραστής της αλήθειας, αγωνιστής της αλήθειας, ομολογητής της αλήθειας και μάρτυρας της αλήθειας. Μας άφησε μ’ αυτόν τον τρόπο μια βαριά κληρονομιά, που είναι και το χρέος μας. Στους δύσκολους καιρούς και στις πονηρές ημέρες των καιρών μας να τον έχουμε παράδειγμα και να μαρτυρούμε ως Ορθόδοξοι μέχρι θυσίας την όντως αλήθεια, όπως ακριβώς την παραλάβαμε από τους πατέρες μας και τους αγίους της Εκλησίας μας.
Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου