– Πώς σας φαινόταν οι φυλακές της Ρουμανίας σε σύγκριση με τις φυλακές της Ρωσίας;
– Πιο δύσκολες ήταν οι φυλακές στη Ρουμανία, παρά στη Ρωσία. Έμεινα για ένα χρόνο σε μια φυλακή στη Μόσχα και οι συνθήκες ήταν πιο γλυκές, πιο ανθρώπινες από τις φυλακές στο Αϊούντ ή τη Ζιλάβα της Ρουμανίας.
– Πώς προσευχόντουσαν οι φυλακισμένοι στον Χριστό; Μπορούσατε να τελέσετε στα κελιά τα της ιεροσύνης όπως π.χ. την Θεία Λειτουργία, την εξομολόγηση, ή να μεταλαμβάνετε την Θεία Κοινωνία;
– Όχι. στις ρουμανικές φυλακές δεν γινόταν. Κάναμε κοινές προσευχές, μικρό αγιασμό και εξομολόγηση. Εξ άλλου με μια πλήρη εξομολόγηση, με την καθιερωμένη συγχωρητική ευχή, πιστεύαμε ότι ο Παράδεισος μας είναι ανοιχτός. Αυτό το πιστεύω και τώρα επειδή η Θεία Κοινωνία είναι το στεφάνι της Χάριτος, την οποία μπορεί ο χριστιανός να την λάβει, αν είναι άξιος.
– Τι μάθατε, ως ιεραπόστολος, για την δόξα του Θεού, στα περίπου 24 χρόνια φυλακής και βασανισμού;
– Νομίζω ότι δεν έμαθα τίποτα. Μεγάλωσα και ανατράφηκα από γονείς, οι οποίοι προσευχόντουσαν δυνατά, και οι καθηγητές του Σεμιναρίου και της Θεολογίας με μεγάλωσαν στον χώρο της πίστεως, και ένιωσα μεγάλη πνευματική χαρά όταν μπορούσα να συνδέω αυτά που έλεγε το στόμα με την πράξη. Αυτά. Ένιωθα πως ο άγγελός μου με άγγιζε επικυρωτικά με το φτερό πάνω στον δεξιό ώμο.
– Πότε απελευθερωθήκατε και πώς φτάσατε εφημέριος στο Γκινδεοάνι του Νεάμτς;
– Αποφυλακίστηκα στις 23 Αυγούστου του 1964, ύστερα από ένα διάταγμα γενικής αμνηστίας για τους πολιτικούς κρατουμένους. Είχα ακόμη να εκτελέσω 18 χρόνια φυλακίσεως. Βγήκα μεταξύ των πέντε τελευταίων κρατουμένων. Ένας αστυνομικός μάς συνόδευσε μέχρι το σταθμό, μας πήρε εισιτήρια και μας τα έδωσε στον καθένα, μας αποχαιρέτησε φιλικά και έφυγε. Από το σταθμό κοίταξα προς τη μεγάλη φυλακή του Αϊούντ. Ήταν έρημη, όπως έρημη είναι και σήμερα. Ήμασταν ο πάτερ Ιωάννης, ο καθηγητής Σιμιονέσκου από το Ιάσιο, ο αγρότης Θεόδωρος Ποπέσκου από το Πόντουλ Ιλοάει, ένας νέος Γεώργιος και εγώ. Προσκυνήσαμε προς την Ανατολή και φύγαμε με το τρένο για τη Μολδαβία. Λυπόμασταν διότι αποχωρίζαμε από τη φυλακή, συνηθίσαμε μαζί της. Λυπόμασταν για την κανονική ζωή των κρατουμένων, με τις δυσκολίες της, αλλά και με τις χάρες των πνευματικών στιγμών, τις οποίες γνώρισα στα ρωσικά στρατόπεδα και στις ρουμανικές φυλακές. Ο μηχανικός του τρένου με κοίταξε με περιέργεια και με ρώτησε: “Από πού έρχεσαι;”. “Από τον Παράδεισο, του είπα. Δεν βλέπεις ότι λάμπω;”.
– Δηλαδή είπατε ότι έρχεσθε από τον παράδεισο!
– Εγώ πράγματι ερχόμουν από τον παράδεισο! Στενοχωρήθηκα που βγήκα και από το σταθμό. Κοιτούσα προς τη φυλακή του Αϊούντ και με δάκρυα έλεγα: “Τι ωραία που ήταν!”.
– Συναντήσατε και άλλες δυσκολίες την περίοδο που δεν ήσασταν ελεύθερος;
– Καμία δυσκολία! Δεν φτερνίστηκα, δεν κρύωσα, δεν αρρώστησα ποτέ. Πέρασα και από τις φυλακές και από τις ψείρες, από κρύο, από παγωνιά, όμως ήμουν υγιής. Σαν να μην ήμουν εγώ! Ήταν το έλεος του Θεού μαζί μου. Ποτέ δεν ένιωθα πεινασμένος ούτε στην φυλακή, ούτε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Με την βοήθεια του Θεού έπλευσα πάνω από αυτές τις δυσκολίες της φυλακής ή του στρατοπέδου. Ένιωθα τον δάκτυλο του Θεού στο δεξιό μου ώμο. Ένιωθα σαν ένα βάρος πολύ γλυκό, πολύ θωπευτικό.
Από το βιβλίο: π. Δημ. Μπεζάν, Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ. Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σελ. 21.