Τισίλοβο λεγόταν το χωριό της επαρχίας Μόσχας, όπου γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1871 ο ιερομάρτυς Βασίλειος. Ήταν γιος του διακόνου Αλεξίου Λιχάρεφ.
Το 1894, μετά την αποφοίτησή του από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο Βιφάνσκι, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίστηκε εφημέριος της γυναικείας Ιεράς Μονής Γκολοβίνο. Η μονή αυτή είχε ιδρυθεί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα και οι χωρικοί την περιέβαλλαν με ιδιαίτερη αγάπη. Με δική τους απόφαση και δαπάνες των γαιοκτημόνων της περιοχής ανεγέρθηκε στη μονή ο Ναός της Παναγίας του Καζάν, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1900. Εκτός από τον ναό, ανεγέρθηκαν επίσης νοσοκομείο και ξενώνας.
Κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου (1904-1905) ο π. Βασίλειος υπηρέτησε στο μέτωπο ως στρατιωτικός ιερέας. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο μοναστήρι και συνέχισε να διακονεί ως εφημέριος. Το 1914 χτίστηκαν το Καθολικό της μονής, το καμπαναριό και γηροκομείο. Ήδη το μοναστήρι, με την παρουσία και του π. Βασιλείου, είχε γίνει φωτεινός φάρος της περιοχής και πνευματικό καταφύγιο για τους πιστούς.
Στα χρόνια του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι σοβιετικές αρχές δήμευσαν ένα τμήμα της μονής και έδιωξαν τις μοναχές. Αφησαν μόνο τις πολύ ηλικιωμένες στο γηροκομείο. Οι υπόλοιπες σκορπίστηκαν σε κοντινά σπίτια χωρικών, που δέχτηκαν να τις φιλοξενήσουν. Η τέλεση, ωστόσο, των ακολουθιών στο Καθολικό της μονής συνεχίστηκε.
Στις 4 Μαΐου του 1929, ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, οι μπολσεβίκοι οργάνωσαν συγκέντρωση των εργατών των εργοστασίων της περιοχής και των κατοίκων του χωριού Γκολοβίνο. Στη συγκέντρωση αυτή αποφασίστηκε να ζητηθεί από την κεντρική εξουσία το κλείσιμο του μοναστηριακού ναού. Οι πιστοί του Γκολοβίνο και των γύρω χωριών αντέδρασαν έντονα σ’ αυτή την ανίερη απόφαση. Η αντίδρασή τους αποδόθηκε από τις αρχές στις ενέργειες των μοναζουσών που ήταν εγκατεστημένες στο Γκολοβίνο.
Οι εκκλησιομάχοι όχι μόνο δεν πτοήθηκαν από την κατακραυγή των πιστών συγχωριανών τους, αλλά πείσμωσαν περισσότερο. Έτσι, για τη νύχτα του Πάσχα προγραμμάτισαν την προβολή αντιθρησκευτικής ταινίας στην τοπική λέσχη, που βρισκόταν δίπλα στον ναό. Η προβολή θα άρχιζε στις 12 τη νύχτα και σκοπός των διοργανωτών ήταν να προσελκύσουν κοντά τους τους νέους, ώστε να μη συμμετάσχουν στην αναστάσιμη ολονύκτια ακολουθία. Πολλοί πιστοί υποψιάζονταν κάτι το πολύ χειρότερο: Οι εχθροί του Χριστού ήθελαν να εξαγριώσουν με τη χλευαστική και συκοφαντική ταινία τους νέους κι έπειτα να τους εξωθήσουν στην κατεδάφιση του μοναστηριακού ναού.
Στη 1 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα οι πιστοί, που από νωρίς είχαν κατακλύσει τον ναό για την Ανάσταση, κρατώντας στα χέρια τους αναμμένες λαμπάδες, άρχισαν τη λιτανεία⁵⁰. Τότε ξαφνικά το ηλεκτρικό ρεύμα διακόπηκε στη λέσχη και η προβολή της ταινίας, που γινόταν ήδη από ώρα, σταμάτησε. Σύντομα διαπιστώθηκε πως η διακοπή του ρεύματος οφειλόταν σε καταστροφή των καλωδίων. Η αποκατάσταση της βλάβης θα απαιτούσε πολύ χρόνο. Έτσι, η προβολή ματαιώθηκε, ενώ η αναστάσιμη ακολουθία συνεχίστηκε χωρίς καμιάν ενόχληση από τις αρχές.
Την άλλη μέρα άρχισαν ανακρίσεις για την υπόθεση. Οι πιστοί κατηγορήθηκαν για την καταστροφή των καλωδίων, με την οποία δήθεν επιδίωκαν όχι μόνο τη ματαίωση της προβολής της αντιθρησκευτικής ταινίας, αλλά και την πρόκληση πυρκαγιάς στη λέσχη για την εξόντωση των συγκεντρωμένων αθέων.
Η Λυδία Κοχ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, κατέθεσε στον ανακριτή ότι τάχα κάποιος εκκλησιαστικός επίτροπος της έλεγε: «Ετοιμάζεστε να μας χτυπήσετε σήμερα. Αλλά δεν θα σας αφήσουμε να πιθηκίζετε. Θα βάλουμε φωτιά στην εκκλησία σας (εννοούσε τη λέσχη) και θα σας κάψουμε ζωντανούς». Η ίδια κατέθεσε, επίσης, πως ένας άλλος πρώην εκκλησιαστικός επίτροπος έλεγε στη γυναίκα κάποιου συνεργάτη της ΓκεΠεΟυ: «Μαζεύετε υπογραφές πολιτών για το κλείσιμο του ναού. Παρασύρετε τα παιδιά μας στις αθεϊστικές οργανώσεις σας και τα διαφθείρετε. Όλα αυτά θα τα πληρώσετε…».
Το ανακριτικό υλικό στάλθηκε στη Μόσχα, στον Τούτσκωφ, ο οποίος ζήτησε έναν κατάλογο με τα ονόματα όσων μοναζουσών της Μονής Γκολοβίνο έμεναν σε σπίτια της περιοχής. Η ανάκριση, πάντως, δεν απέδειξε δολιοφθορά εκ μέρους των πιστών.
Την 1η Ιουνίου του 1929 η ΓκεΠεΟυ κάλεσε στη Μόσχα τον ταμία του ναού Αλέξανδρο Ντρίντιν. Μόλις εκείνος παρουσιάστηκε, συνελήφθη αμέσως.
Στις 21 Ιουνίου κλήθηκε και ο π. Βασίλειος. Συνελήφθη κι αυτός αμέσως και οδηγήθηκε στις φυλακές. Δύο μήνες υπέμεινε καρτερικά τις βασανιστικές ανακρίσεις, χωρίς να υποκύψει σε απειλές και εκβιασμούς. Στους ανακριτές, που τον ρωτούσαν τι γνώριζε για την καταστροφή των καλωδίων του Γκολοβίνο, κατέθεσε αυτό ακριβώς που είχε δει: «Στις 6 Μαΐου, ανήμερα το Πάσχα», είπε, «πέρασα δίπλα από την κολόνα, όπου ήταν κομμένα τα καλώδια. Βρίσκονταν εκεί πέντε-έξι άτομα. Κάποιος με πληροφόρησε ότι τα καλώδια είχαν κοπεί την προηγούμενη νύχτα. Κατάλαβα ότι εργάζονταν για την αποκατάσταση της βλάβης».
Στις 16 Αυγούστου η τρόικα της ΓκεΠεΟυ καταδίκασε τον Αλέξανδρο Ντρίντιν σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών και τον π. Βασίλειο σε εξορία τριών ετών στην Τούλα.
Ο ιερέας, επιστρέφοντας μετά τη λήξη της ποινής του, στις 28 Ιουλίου του 1932, στη μονή, τη βρήκε σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Οι σοβιετικές αρχές είχαν μετατρέψει το Καθολικό σε λέσχη και το οστεοφυλάκιο σε σιταποθήκη. Όταν έφτασε, μάλιστα, εκεί ο παππούλης, δήμευσαν και το γηροκομείο, πετώντας στον δρόμο τις λίγες ηλικιωμένες μοναχές που έμεναν εκεί. Ο π. Βασίλειος τις πήρε στο σπίτι του.
Διορίστηκε στον ναό Ζνάμενσκι του χωριού Αξίνινο, μερικά χιλιόμετρα μακριά. Τότε τιμήθηκε με το οφίκιο του μιτροφόρου. Για πέντε περίπου χρόνια επιτέλεσε ένα σπουδαίο ποιμαντικό έργο. Πλήθος πιστοί από πολλά μέρη και απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα βρήκαν κοντά του ψυχική παρηγοριά και σοφή πνευματική καθοδήγηση.
Αυτή η καρποφόρα δραστηριότητά του προκάλεσε και πάλι το μένος των απίστων. Ήταν η φρικτή περίοδος 1936-38, τότε που ο κρατικός αθεϊσμός έδειξε όλη τη στυγερότητα του προσώπου του. Οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις των πιστών ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1937 άνδρες της ΝιΚαΒεΝτε, έπειτα από τις καταθέσεις δύο ψευδομαρτύρων, συνέλαβαν τον π. Βασίλειο και τον οδήγησαν στις φυλακές Ταγκάνκα της Μόσχας με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Πέντε μόνο μέρες κράτησε η ανάκρισή του. Μολονότι εκείνος αρνήθηκε την κατηγορία, η έκθεση του ανακριτή ήταν ενοχοποιητική.
Στις 25 Νοεμβρίου η τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε τον καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό. Δυό μέρες αργότερα ο π. Βασίλειος οδηγήθηκε στο Σκοπευτήριο του Μπούτοβο, κοντά στη Μόσχα, όπου εκτελέστηκε για την ορθόδοξη πίστη του και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 202.