Γεννήθηκε στις 17 Απριλίου του 1881 στην πόλη Σούγιε της επαρχίας Βλαντιμίρ. Ο πατέρας του Σέργιος Τιχονράβωφ ήταν ιερέας.
Σε ηλικία είκοσι τριών χρόνων, αφού είχε ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Εκκλησιαστικό Σχολείο της ενορίας του, νυμφεύθηκε την Τατιανή από το χωριό Ντορονίνο, όπου και εγκαταστάθηκε. Από τον γάμο του απέκτησε τρεις κόρες. Κύρια επαγγελματική του ασχολία ήταν οι αγροτικές εργασίες, ενώ παράλληλα υπηρετούσε ως νεωκόρος στον ενοριακό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ο ναός ήταν γι’ αυτόν δεύτερο σπίτι. Μαζί του υπηρετούσε ως ιεροψάλτης και ο πεθερός του Αλέξανδρος Σπεράνσκι.
Όταν, μετά την μπολσεβικική επανάσταση του 1917 και την επακόλουθη καθεστωτική μεταβολή, άρχισε ο διωγμός της Εκκλησίας, οι εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας στο Ντορονίνο απείλησαν τον ιερέα του χωριού ότι, αν δεν σταματούσε να λειτουργεί, θα δήμευαν όλη του την περιουσία. Ο ιερέας εκείνος είχε πολλά παιδιά, και για χάρη τους εγκατέλειψε την ιερατική διακονία. Ο οικείος ιεράρχης έστειλε άλλον ιερέα στο χωριό, αλλά κι εκείνος αναγκάστηκε να φύγει ύστερ’ από λίγο καιρό, εξαιτίας των απειλών των μπολσεβίκων.
Ο Ευθύμιος, βλέποντας με λύπη τον ενοριακό ναό αλειτούργητο για χρόνια και τους πιστούς σκορπισμένους σαν πρόβατα δίχως ποιμένα, κυριεύθηκε από φλογερό πόθο να υπηρετήσει ο ίδιος, με οποιοδήποτε κόστος, το άγιο Θυσιαστήριο. Παρακάλεσε, λοιπόν, τον αρχιερέα να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο. Οι συγγενείς του, όταν το έμαθαν, έπεσαν πάνω του για να τον μεταπείσουν.
– Σε τέτοια εποχή, του έλεγαν, που άλλοι ιερείς απαρνιούνται την ιερωσύνη και άλλοι κρύβονται, εσύ θέλεις να χειροτονηθείς!
Εκείνος, όμως, παρέμενε στέρεος στην απόφασή του. Έτσι, το 1933, σε ηλικία πενήντα δύο χρονών, χειροτονήθηκε στον Ναό της Μεταμορφώσεως του Ντορονίνο και επιδόθηκε με ζήλο αποστολικό στη διακονία του εγκαταλειμμένου ποιμνίου του. Η πνευματική ζωή στο χωριό φάνηκε να ξανανθίζει. Η πρεσβυτέρα Τατιανή στεκόταν πρόθυμα στο πλευρό του π. Ευθυμίου, συντρέχοντας στις ανάγκες της ενορίας. Εκείνη ζύμωνε κάθε φορά και έψηνε τα πρόσφορα για τις Λειτουργίες. Το 1935, όμως, αρρώστησε βαριά, τυφλώθηκε και τελικά πέθανε. Από τότε η Αντωνίνα, η μικρότερη κόρη του π. Ευθυμίου, τον βοηθούσε σε ό,τι χρειαζόταν κατά την τέλεση της ιερατικής του διακονίας. Οι άλλες δύο κόρες του είχαν ήδη φύγει από το χωριό και ζούσαν αλλού.
Στο μεταξύ πολλοί άθεοι κάτοικοι του Ντορονίνο ανησυχούσαν για την απρόσμενη αναγέννηση της ενοριακής ζωής. Στις συζητήσεις τους όλο και πιο συχνά μελετούσαν το κλείσιμο του ναού και την εξόντωση του ενοχλητικού εφημερίου. Πολλές φορές ο π. Ευθύμιος, βαδίζοντας στον δρόμο, άκουγε πίσω του βλαστήμιες, κοροϊδίες και γέλια.
Τελικά, το 1935 οι μπολσεβίκοι του επέβαλαν βαρύτατο φόρο, τον οποίο, φυσικά, δεν μπόρεσε να πληρώσει. Έτσι, δήμευσαν την περιουσία του και χωρίς καμιά εξήγηση έκλεισαν τον ναό. Σύντομα μια ομάδα αθέων μπήκαν με ασέβεια στον ιερό ναό για να τον βεβηλώσουν. Ένας απ’ αυτούς πέταξε τις εικόνες καταγής και τις ποδοπατούσε μανιασμένα. Ο Θεός, όμως, θέλοντας να τον συνετίσει, να τι επέτρεψε: Την ίδια μέρα έπαθε τέτοια κρυοπαγήματα, που αχρηστεύθηκαν εντελώς και τα χέρια του και τα πόδια του. Μα το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι το παιδί του, που γεννήθηκε εκείνες τις μέρες, ήρθε στον κόσμο με όλα τα μέλη του ακρωτηριασμένα!
Οι τοπικες αρχές, βέβαια, όλα αυτά τα θεώρησαν τυχαία, γι’ αυτό και μετέτρεψαν τον ναό αρχικά σε αποθήκη σιτηρών, έπειτα σε στάβλο και τελικά σε αποθήκη κοπριάς.
Ο π. Ευθύμιος, πικραμένος βαθιά για την ασυδοσία και την αυθαιρεσία των αρχών, έμεινε για λίγο καιρό ακόμα στο χωριό, τελώντας τα Μυστήρια στα σπίτια των πιστών και στηρίζοντάς τους. Επειδή, όμως, η ζωή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη από τις επιθέσεις των μπολσεβίκων, μετοίκησε στην πόλη Ιβάνοβο.
Στην πόλη αυτή, κυκλοφορώντας με κοσμική αμφίεση, εργάστηκε ως φύλακας σ’ ένα νοσοκομείο. Παράλληλα, παίρνοντας χίλιες δυο προφυλάξεις, τελούσε κρυφά Μυστήρια, για χάρη των χριστιανών που γνώριζαν πως ήταν ιερέας. Τις νύχτες κοιμόταν σε μια φτωχική γωνιά, την οποία νοίκιαζε, σ’ ένα κτίριο της εργατικής συνοικίας. Εκεί ένα δωμάτιο το μοιράζονταν πολλοί άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ τους, που κοιμόντουσαν στο πάτωμα.
Έτσι έζησε για δύο σχεδόν χρόνια ο ευλογημένος π. Ευθύμιος, ώσπου έγινε γνωστή η ιερατική του ιδιότητα. Καταδόθηκε στις αρχές την 1η Ιανουαρίου του 1938, συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές του Ιβάνοβο. Λίγες μέρες αργότερα στάθηκε μπροστά στον ανακριτή.
– Συλληφθήκατε, του είπε εκείνος, ως μέλος της παράνομης αντεπαναστατικής ομάδας του επαρχιακού κλήρου, που έκανε αντισοβιετική προπαγάνδα. Παραδέχεστε την ενοχή σας;
– Δεν παραδέχομαι την ενοχή μου, επειδή δεν υπήρξα ποτέ μέλος αντεπαναστατικής ομάδας και δεν έκανα καμιά αντισοβιετική προπαγάνδα, αποκρίθηκε ο π. Ευθύμιος.
Η σπιτονοικοκυρά του, ωστόσο, έδωσε την εξής ψευδή κατάθεση: «Ο Τιχονράβωφ σ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1937 έκανε συστηματικά μπροστά μου συκοφαντικές επιθέσεις κατά της σοβιετικής εξουσίας… Τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του προς τη σοβιετική εξουσία, δήλωσε: “Η ζωή έγινε αφόρητη. Εμάς, τους ιερείς, μας φορτώνουν δυσβάσταχτους φόρους… Σκοπός τους είναι η εξαφάνιση της θρησκείας και του κλήρου”. Θυμάμαι πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Τιχονράβωφ διέδιδε αντεπαναστατικές και ψευδείς ειδήσεις, όπως, λ.χ., για δήθεν εκμετάλλευση των κρατουμένων στις σοβιετικές φυλακές… ».
Άλλος ψευδομάρτυρας κατέθεσε: «Τον Νοέμβριο του 1937, συζητώντας μαζί μου για τις εκλογές στο Ανώτατο Σοβιέτ, έλεγε: “Τι λογής εκλογές είναι αυτές, στις οποίες ορίζουν δικούς τους υποψηφίους; Όποιον δεν τους είναι αρεστός, τον στέλνουν στη φυλακή και στα καταναγκαστικά έργα. Καυχιούνται για τα κανάλια που κατασκευάζουν. Μήπως, όμως, τα ανοίγουν οι ίδιοι; Με τα χέρια των φυλακισμένων ανοίγονται, των φυλακισμένων που δουλεύουν όπως δούλευαν οι Εβραίοι στη φαραωνική Αίγυπτο».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1938 η ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Ευθύμιο σε θάνατο. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα και έλαβε από τα χέρια του Κυρίου του το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου. Τάφηκε σε άγνωστο κοινοτάφιο.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 254.