
Η αδελφή μου – διηγήθηκε η ευλαβέστατη Ειρήνη Μπεντενιώτου από τον Πόρο, μακαρίτισσα πλέον – είχε χάσει ένα παιδάκι. Το βράδυ μετά την κηδεία πήγα και εγώ με ένα από τα μικρά μου παιδιά να την συλλυπηθώ. Σε λίγο ήρθε και ο αδελφός μου και έστρωσαν τραπέζι να φάμε. Μας λέγει ο αδελφός μου:
– Τι είναι αυτά που κάνετε; Τι ψυχές; Αυτά είναι λόγια.
– Λόγια είναι; του λέγω. Δεν ντρέπεσαι; Τι κουβέντες είναι αυτές που ήρθες να μας πης;
– Έτσι μας είχαν πει, λέει.
– Και επειδή σου το είπε ένας που πολεμά τον Χριστό, εσύ το πίστεψες και ήρθες να το διαδώσης και σε μας, να μας φέρης και μας σε απιστία;
Τόσο πόνεσε η ψυχή μου και αγανάκτησα που πήρα το παιδάκι μου και έφυγα, δεν κάθησα στο τραπέζι. Έβαλα το παιδί να κοιμηθή και πήγα, γονάτισα και προσευχήθηκα πολύ λυπημένη με πολύ πόνο. «Χριστέ μου», είπα, «ελυπήθηκα πολύ σήμερα και σκανδαλίστηκα με αυτά που είπε ο αδελφός μου, συγχώρεσέ τον».
Ύστερα έπεσα να κοιμηθώ και είδα στον ύπνο μου ότι βρέθηκα στην Εκκλησία. Εκεί αντίκρυσα στην Ωραία Πύλη τον Εσταυρωμένο ολοζώντανο σε φυσικό μέγεθος. Με έπιασε μεγάλος φόβος. Βλέπω να έρχεται κοντά μου ένας Δεσπότης με άμφια και πατερίτσα, κρατούσε ένα Χρυσό Ευαγγέλιο και άστραφτε ολόκληρος. Μου έδωσε το Ευαγγέλιο και μου είπε:
– Πάρε το Ευαγγέλιο και να κάνης ό,τι γράφει το Ευαγγέλιο. Εκεί πάνω θα βαδίσεις και μην ακούς τα λόγια του αδελφού σου. Ό,τι σου λέω βάλτο στην καρδιά σου και ό,τι γράφει αυτό θα κάνεις. Του λέω:
– Πάτερ μου, δεν ξέρω γράμματα η κακομοίρα.
– Θα μάθεις, μου είπε, και έβαλε το Ευαγγέλιο στον κόρφο μου.
Το πρωί αντί να πάω στην δουλειά πήγα στον παπα-Γιώργη και του είπα ό,τι μου συνέβη. Μου απάντησε: «Είδες, παιδί μου, ο ίδιος ο Θεός φανερώθηκε για να μη σε χάση. Αυτός που είδες, ο Δεσπότης, ήταν ο ίδιος ο Χριστός, επειδή ο αδελφός σου σε σκανδάλισε και έβαλε αμφιβολία στην ψυχή σου».
Την άλλη μέρα έδωσα σε μια γνωστή μου πέντε δραχμές να μου αγοράση ένα Ευαγγέλιο. Αυτή χαμογέλασε και μου είπε:
– Θα σου το φέρω, αλλά δεν ξέρεις να διαβάζης. Θα το έχεις μόνο να το βλέπης.
– Θα το βλέπω, θα το ασπάζομαι αλλά και θα το διαβάζω, της είπα· δεν της εξήγησα τίποτε.
Μου το έφερε και αγόρασα και μια Σύνοψη. Μετά από λίγες μέρες, την Μ. Εβδομάδα, όταν γυρνούσα από την δουλειά, διάβαζα τα τροπάρια από την Σύνοψη και το Ευαγγέλιο και έκλαιγα. Η μάννα μου με ρώτησε:
– Τι κάνεις εκεί;
– Καλέ μητέρα, διαβάζω, της λέω.
– Είσαι στα καλά σου; μου λέει. Έκανε τον σταυρό της και πήγε το είπε στον αδελφό της.
– Α, της λέει, επειδή πάει στην Εκκλησία, τα έχει μάθει απ’ έξω.
– Αφού διαβάζει και γυρνάει τα φύλλα!
Από τότε έμαθα να διαβάζω και διαβάζω τα πάντα. Ήταν θέλημα Θεού, αλλά να γράφω δεν έμαθα.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 358.