Ήταν δύο άνθρωποι μοναχοί, που κάποτε ο διάβολος τους παρέσυρε και εγκατέλειψαν την έρημο, το σχήμα και έγιναν λαϊκοί. Κάποτε ο Θεός επέβλεψε, εμνήσθη τους κόπους της ασκήσεως και της αφιερώσεως και τους φωτίζει να γυρίσουν πίσω. Επιστρέφουν στην σκήτη, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, και οι Πνευματικοί τούς έβαλαν κανόνα, ένα χρόνο ο καθένας χωριστά, να ζήσει έγκλειστα, δηλαδή να μην βλέπουν άνθρωπο, αλλά μόνο να προσεύχονται και να τους δίνουν λίγη τροφή. Με τον κανόνα ενός χρόνου, θα τους συγχωρούσαν το σφάλμα και θα τους έδιναν τη θεία Κοινωνία. Μετά από ένα χρόνο τους έβγαλαν από την έγκλειστη ζωή της μετανοίας. Ο ένας φαινόταν λαμπρός, με πρόσωπο όχι πολύ στεγνό, αλλά ευχάριστο. Ο άλλος ήταν καταβεβλημένος. Η τροφή ήταν η ίδια, τ’ αμαρτήματα ήταν τα ίδια, αλλά στο πρόσωπο φαινόταν η διαφορά τους. Ερώτησαν τον ένα:
«Εσύ, πάτερ, τί σκεφτόσουν κλεισμένος μέσα στο κελί σου;»
«Σκεφτόμουν ότι λύπησα το Θεό, ότι κόλασα την ψυχή μου, σκεφτόμουν τι με περιμένει, σκεφτόμουν ότι θα ζήσω μετά των δαιμόνων. Ευρισκόμενος με την θεωρία κάτω στην κόλαση, έχανα την δύναμη, λυπόμουν πάρα πολύ και από τα δάκρυα στέγνωσα».
Ερώτησαν και τον άλλο:
«Εσύ, πάτερ, πώς ήσουν στην έγκλειστη μετάνοιά σου;»
«Εγώ, λέει, σκεφτόμουν την αγάπη του Θεού. Σκεφτόμουν πού ήμουν που με είχε παρασύρει ο δαίμονας και πώς το χέρι του Θεού με τράβηξε και μ’ έφερε πίσω στον όμορφο βίο της μοναχικής ζωής που έζησα, και αναπολούσα το πώς κατήντησα και πώς πάλι ο Θεός με τη Σταύρωσή Του, με το άχραντο Αίμα Του, πώς μ’ έφερε πάλι εδώ και μ’ αξίωσε να κοινωνήσω μετά από ένα χρόνο, και θα γίνω ελεύθερος, και θα ζω με τους πατέρες, όπως ήμουν πρώτα, και χαιρόμουν. Και η χαρά αυτή μ’ έκανε να μη νοιώθω αυτή τη στέγνωση και αυτή την κατάθλιψη».
Τότε οι πατέρες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι και οι δύο τους είχαν την ίδια επιτυχία μετανοίας. Ο ένας με την κόλαση, ο άλλος με την αγάπη προς τον Θεό, μετανόησαν σωστά, και επέστρεψαν στη μοναχική ζωή με επιτυχία.
Βλέπουμε ότι και όταν μετανοούμε και κλαίμε σκεπτόμενοι τις αμαρτίες μας και λογιζόμενοι την κόλαση, τα βάσανα, την αιώνια ζωή, εκεί κάτω, χωρισμένοι από τον Θεό, από τούς αγγέλους, από το φως, όλα αυτά μας εξιλεώνουν ενώπιον του Θεού. Και ο Θεός στέλνει την αγάπη Του. Επίσης και όταν ο άνθρωπος κλαίει από αγάπη προς τον Πατέρα και Θεό μας, για την τόση αγάπη Του, ώστε να μη γυρίσει πίσω! Δεν σιχάθηκε τις βρωμιές μου, τις ασωτίες μου, τις βλασφημίες μου, τα εγκλήματά μου και άπλωσε τόσο πολύ η αγάπη Του επάνω μου και με έσωσε και μ’ έφερε στον καθαρό βίο της μετανοίας και της επιστροφής. Πώς να μην χαίρομαι και να μην Τον αγαπώ τον Θεό! Βλέπετε και αυτή η πλευρά είναι τόσο ευλογημένη, όσο και η άλλη. Γι’ αυτό με την αγάπη του Θεού, με την αναγνώριση της αμαρτίας και με την αναγνώριση της πατρικής αγάπης, ο άνθρωπος σώζεται, ο άνθρωπος επιστρέφει στον δρόμο, στην λεωφόρο που έχει σαν τέλος της χρυσή πύλη της Βασιλείας των Ουρανών.
Το κακό είναι ότι εγκληματούμε στην αγάπη του Θεού. Είναι τόση η αγάπη του Θεού και εμείς δεν ανταποκρινόμαστε όσο χρειάζεται. Μας έχει συγχωρήσει όλα τ’ αμαρτήματα, μας τα συγχωρεί και θα μας τα συγχωρέσει μέχρι το τέλος της ζωής. Εμείς τι ανταποδώσαμε στον Κύριο; Εμείς τι ανταποδώσαμε σ’ αυτή την αγάπη του Θεού;
Τουλάχιστον ας Τον ευχαριστούμε και ας λέμε του Ιώβ του πολυάθλου την έκφραση, όταν δοκιμαζόμαστε από την αγάπη του Θεού: «Ως έδοξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος».
Κάθε δοκιμασία είναι στην πράξη έκφραση της αγάπης του Θεού, διότι καμία δοκιμασία είτε εις βάθος, είτε εις ύψος, δεν στερείται της αγάπης και της προστασίας του Θεού. Άπειροι είναι οι άνθρωποι, αναρίθμητοι οι Χριστιανοί που αναγνωρίζουν την επιστροφή τους είτε του εαυτού τους, είτε ολοκλήρου της οικογενείας, σε κάποια δοκιμασία στη ζωή.
Πόσο πρέπει να σκεφθούμε και να λογιστούμε ότι ο Χριστός μας μάς άφησε για να ζήσουμε κοντά Του, για να ζήσουμε ενωμένοι μαζί Του, μας άφησε το άγιο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του… Τρώγοντας αυτά τα άγια Μυστήρια, να γίνουμε και εμείς κατά χάρη θεοί. «Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Κατά χάρη και κατά μέθεξη γινόμαστε παιδιά Θεού. Εκείνο που χρειάζεται και πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία, είναι στο πώς πρέπει να προσερχόμαστε στην θεία Κοινωνία. Το Σώμα του Χριστού είναι άγιο και πανάγιο, το τίμιο Αίμα Του. Εγώ τι είμαι; Εγώ ποιος είμαι; Είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας ελεεινός, ένας εγκληματίας. Προσέρχομαι. Πώς προσέρχομαι; Αν προσέρχομαι εν μετανοία, εν εξομολογήσει, με άδεια του Πνευματικού μου, κοινωνώ Σώμα και Αίμα Χριστού, κοινωνώ αιώνια ζωή.
Δια της θείας Κοινωνίας γίνομαι μέτοχος της Βασιλείας του Θεού, «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Συγκληρονόμος Χριστού σημαίνει ότι ο Χριστιανός θα γίνει, δια της θείας Κοινωνίας, συγκάτοικος, δηλαδή όπου ο Χριστός, και αυτός ο Χριστιανός, μεταλαμβάνοντας τα άγια Μυστήρια με τρόπο μετανοίας και επιστροφής.
Από το περιοδικό “Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο “Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού”, σελ. 137 (απόσπασμα).
Να ανταποκριθούμε στην αγάπη του Θεού ;