Τον μακαριστό γέροντα Ιάκωβο τον γνώρισα κάτω από δύσκολες συνθήκες, όταν τον Απρίλιο του 1988 αρρώστησε σοβαρότατα ο αδελφός μου Λάμπρος, σε ηλικία 28 ετών, νυμφευμένος και με δύο μικρά παιδιά, που εργαζόταν ως καθηγητής στη Χαλκίδα. Έφυγε από τη ζωή 13 μήνες μετά, τον Μάιο του 1989. Ο Πνευματικός μας τότε, ο π. Παύλος Ιωάννου, νυν Μητροπολίτης Σιατίστης, μας πήγε στον Γέροντα στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ.
Σ’ όλη τη διάρκεια της δύσκολης ασθενείας του τού συμπαραστάθηκε ως άριστος παρηγορητής. Έχαιρε μετά χαιρόντων και έκλαιε μετά κλαιόντων.
Όταν αναπαύθηκε δε ο αδελφός μου, κάναμε κάποια από τα μνημόσυνά του στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Μετά από μία θεία Λειτουργία, όταν η μητέρα μου πήγε να πάρη την ευχή του, της είπε: «Σήμερα είδα την ώρα που μνημόνευα στην Προσκομιδή τον Λάμπρο, είναι καλά, να μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ». Εκείνο το ιλαρό και γεμάτο καθαρή αγάπη πρόσωπο, τα μάτια του που αγκαλιάζανε κάθε άνθρωπο και η επιβλητικότητα της φωνής του μας παρηγόρησαν όλους μας εκείνους τους δύσκολους πρώτους μήνες της εκδημίας του Λάμπρου.
Σε μια από τις επισκέψεις μου του είπα δειλά το λογισμό μου για το αν πρέπη να σκέφτωμαι την ιερωσύνη, γιατί δεν διαθέτω ούτε ουσιαστικά ούτε τυπικά προσόντα και έχω δισταγμούς. Μου είπε όλα αυτά να μην με απασχολούν αλλά να φροντίσω να ‘μαι αφιλοχρήματος και ταπεινός. Φεύγοντας μας ξεπροβόδισε και μου είπε ότι την άλλη φορά που θα πάω στο Μοναστήρι θα συλλειτουργήσωμε.
Τον Ιούλιο του 1990 χειροτονήθηκα με τη Χάρη του Θεού διάκονος και τον Ιούνιο του 1991 πήγα στην Ιερά Μονή ως διάκονος. Μόλις τον συνάντησα, έσπευσα να του φιλήσω το χέρι και να πάρω την ευχή του. Εκείνος όμως επέμενε να φιλήση και το δικό μου χέρι.
Όλους τους κληρικούς που φτάνανε στην Μονή τους τιμούσε ιδιαιτέρως. Για όλους έλεγε έναν καλό λόγο και σ’ όλους έλεγε: «Ο όσιος Δαβίδ, πάτερ μου, πολύ χάρηκε σήμερα που ήρθατε από μακριά και λειτουργήσατε στο Μοναστήρι του. Να μας ξανάρθετε, πάτερ μου».
Στο τέλος του Εσπερινού –την επόμενη ημέρα ήταν η γιορτή της Πεντηκοστής– με πλησιάζει, χάιδεψε το κεφάλι μου και μου είπε: «Διάκο –με συγχωρείτε– τα μαλλάκια σας και τα γένεια σας να μην τα κόψετε· ο κληρικός έτσι είναι ιεροπρεπής, σαν τον Μελχισεδέκ».
Την άλλη ημέρα –τελευταία Πεντηκοστή της επίγειας ζωής του– με την ευλογία του έλαβα μέρος στην θεία Λειτουργία ως διάκονος. Εμπειρία ευλογημένη που την κρατώ βαθειά χαραγμένη στην ψυχή μου. Το πνευματικό μεγαλείο του γέροντος Ιακώβου φαινόταν κυρίως στη θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία ήταν γι’ αυτόν μία συγκλονιστική εμπειρία.
Όταν λειτουργούσε ο πατήρ Ιάκωβος, πραγματικά ήταν ένας επίγειος άγγελος και αισθανόσουν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα επουράνιο ον, το οποίο ήρθε στη γη για να τελέση αυτήν τη θεία Λειτουργία. Όλη του η σωματική διάπλαση βοηθούσε πολύ. Η θεία Λειτουργία ετελείτο με πολύ μεγάλη προσοχή.
Έστεκε εκείνος μακριά από την Αγία Τράπεζα, και εγώ ως διάκονος έστεκα στα δεξιά του. Σε κάποια στιγμή μου είπε: «Όταν θα γίνης Ιερέας, να στέκεσαι ένα μέτρο μακριά από την Αγία Τράπεζα». Ήταν φανερό ότι ζούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Δεν σου έμενε καμμιά αμφιβολία ότι εκείνη την ώρα ήταν παρών ο Χριστός, οι Άγγελοι, οι Άγιοι, όλη η Εκκλησία.
Ήταν οι τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του, η καρδιά του υπολειτουργούσε, αλλά έβλεπες ιλαρό πρόσωπο… χαρά ουράνια, φως θριάμβου, ειρήνη… Το πρόσωπό του καθρέφτης του παραδείσου. Με το πρόσωπό του φανερωνόταν και δοξαζόταν ο Θεός.
Στον Εσπερινό της Πεντηκοστής διάβασε την πρώτη ευχή της γονυκλισίας με μια απαγγελία που ήσουνα σίγουρος ότι ερχόταν από τον ουρανό.
Αφού τελείωσε η θεία Λειτουργία και ο Εσπερινός και ο διάκονος «εν τη προθέσει συστέλλει τα Άγια μετά φόβου και πάσης ασφαλείας», με περίμενε στην καρέκλα του Ιερού Βήματος, σηκώθηκε για να πάμε στο αρχονταρίκι, λέγοντάς μου με φυσικώτατο τρόπο: «Διάκο, να βλέπατε τι γινόταν εδώ μέσα στο Άγιο Βήμα από Αγγέλους και Αγίους, τι ευτυχία που έχουμε οι κληρικοί! Με το δι’ ευχών έφυγαν».
Σε κάθε Λειτουργία από τότε, σαν ιερέας διαβάζοντας την ευχή της Εισόδου «Δέσποτα Κύριε, ο Θεός ημών… ποίησον συν τη εισόδω ημών είσοδον Αγίων Αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σην αγαθότητα», θυμάμαι τον μακαριστό Γέροντα, που έγινε όλος θεία Χάρη. Ζούσε, ανέπνεε, μιλούσε με τον Όσιο Δαβίδ, τον συντρόφευαν Άγγελοι, δοξολογούσε μαζί τον Τριαδικό Θεό, τον κάναν οι Άγιοι σύνεδρο, με συστολή καθόταν μαζί τους.
Με αξίωσε ο Θεός να συμμετάσχω στην εξόδιο Ακολουθία. Ήταν ένα γεγονός συγκλονιστικό. Τις ώρες εκείνες σκεπτόμουν ότι ο γέρων Ιάκωβος είχε σκορπίσει την αγάπη αφειδώς στους ανθρώπους κι ότι οι άνθρωποι αυτοί, που ευεργετήθηκαν από εκείνον, του ανταπέδιδαν την ώρα εκείνη την αγάπη αυτή. Ο κάθε προσκυνητής κοντά στον π. Ιάκωβο γεύθηκε κάτι από τον παράδεισο.
Μαρτυρία π. Νικολάου Στάθη.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 217. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.