Κάποτε ήρθε στην Όπτινα ένας τεχνίτης και τοποθέτησε στον ναό ένα καινούργιο εικονοστάσι. Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν ο όσιος Αμβρόσιος είδε με τα διορατικά του μάτια ένα φοβερό θέαμα: Σ’ ένα δάσος, κοντά στον δρόμο, δύο άνδρες, κρατώντας μαχαίρια, παραμόaνευαν τον τεχνίτη. Ήταν παλιοί μαθητευόμενοί του, που ήξεραν ότι θα περνούσε από ‘κει με την αμοιβή του για το εικονοστάσι. Σκόπευαν, λοιπόν, να τον σκοτώσουν και να τον ληστέψουν.
Ο τεχνίτης, πριν φύγει, πήγε ν’ αποχαιρετήσει τον όσιο και να πάρει την ευλογία του. Εκείνος, όμως, δεν τον άφησε να φύγει. Του είπε ν’ αναβάλει την αναχώρησή του και τον προσκάλεσε σε τσάι το πρωί. Εκείνος, μολονότι επαγγελματικές υποχρεώσεις τον πίεζαν να επιστρέψει σύντομα στον τόπο του, δεν τόλμησε ν’ αρνηθεί, γιατί σεβόταν βαθιά τον στάρετς.
Αλλά και το πρωί ο όσιος τον προσκάλεσε για τσάι το απόγευμα. Το ίδιο έκανε και το απόγευμα για το άλλο πρωί. Μ’ αυτόν τον τρόπο τον καθυστέρησε τρεις μέρες, ώσπου με το διορατικό του χάρισμα διαπίστωσε πως οι επίδοξοι ληστές είχαν φύγει.
Ο τεχνίτης, που αρχικά λυπήθηκε για την αργοπορία, σύντομα, μαθαίνοντας ότι τρία μερόνυχτα τον παραμόνευαν για να τον σκοτώσουν, πανηγύρισε γι’ αυτήν και δόξασε τον Θεό.
Ο όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα είχε προαναγγείλει, πολύ πριν αποβιώσει, ότι μετά την κοίμησή του θα αναδινόταν δυσοσμία από το σκήνωμά του. Τότε ο μαθητής του π. Ιωσήφ τον είχε ρωτήσει έκπληκτος:
– Γιατί θα συμβεί αυτό;
– Επειδή στη ζωή μου δέχτηκα πάρα πολλές τιμές που δεν τις άξιζα, είχε απαντήσει ταπεινά ο όσιος.
Δεν είναι απίθανο να το είχε ζητήσει στην προσευχή του ο ίδιος. Γεγονός είναι, πάντως, ότι στη διάρκεια της κηδείας του, στις 13 Οκτωβρίου του 1891, η δυσοσμία που αναδινόταν από το σκήνωμά του ήταν αισθητή – φαινόμενο που δεν είχε παρατηρηθεί στους προκατόχους του στάρετς.
Ωστόσο, ύστερ’ από μερικές ώρες η δυσοσμία αυτή έδωσε τη θέση της σε μια λεπτή ευωδία σαν από φρέσκο μέλι.
Από το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 396, 401.