Τον Αύγουστο του 1999 – γράφει η Μαρία Βαβουλιώτου-Καραΐσκου – στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, νοσηλευόταν με καρκίνο όρχεως ένας στρατιώτης που ήταν συγγενής γνωστής μας οικογένειας. Είχε χειρουργηθεί στην Κύπρο, όπου υπηρετούσε, και είχε έρθει για μετεγχειρητική παρακολούθηση και θεραπεία στην Θεσσαλονίκη, λόγω της καταγωγής του από το Σουφλί του Νομού Έβρου.
Όταν τον επισκέφτηκα, η κατάσταση της υγείας του ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Πονούσε φοβερά, δεν μπορούσε να μετακινηθή ούτε πάνω στο κρεββάτι και το χρώμα του ήταν χαλκοκίτρινο. Έτυχε να είμαι παρούσα σε κάποια από τις ενημερώσεις των γιατρών στην μητέρα του. Έβαλε ο γιατρός την αξονική τομογραφία στο διαφανοσκόπιο και της είπε επί λέξει: «Λυπάμαι κυρία … αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε στην παρούσα φάση. Η κοιλιά του», και μας έδειξε την αξονική, «είναι κατειλημμένη στα 2/3 από υγρό. Ούτε άλλη χημειοθεραπεία, γιατί έχει χαμηλά λευκά, ούτε για ανακουφιστικούς λόγους στο χειρουργείο, γιατί η κατάσταση είναι κρίσιμη και μπορεί να καταλήξη».
Η μητέρα τα άκουγε καρτερικά. Θα έλεγα, χωρίς αντίδραση. Πρότεινα στην μητέρα για να βοηθηθή, να πάρη κάποιο ρούχο του παιδιού και να πάμε για προσκύνημα στον τάφο του π. Παϊσίου και στον άγιο Αρσένιο, στο Μοναστήρι της Σουρωτής.
Καθ’ οδόν με εξέπληξε η βαθειά πίστη της κυρίας αυτής στον Θεό. Μου είπε ότι δεν ήταν πιο άξια αυτή από μένα που έγινε μητέρα δύο παιδιών – ενώ εγώ δεν μπορούσα να αποκτήσω – και ότι τα παιδιά της, όσο και όλα τα αγαθά στην ζωή μας, είναι δωρεές του Κυρίου και τίποτα δικό μας. Όλα τα έβλεπε σαν δώρα Θεού. Εκείνος τα έδωσε και Εκείνος τα παίρνει.
Είχε ήδη χάσει το άλλο της παιδί σε ηλικία 14 ετών από ατύχημα με όπλο και αυτό το έβλεπε σαν ευλογία από τον Θεό. Θεωρούσε ότι το πήρε στην κατάλληλη στιγμή κοντά Του, γιατί έπασχε από νεανικό σακχαρώδη διαβήτη και, εάν μεγάλωνε και καταλάβαινε το πρόβλημά του, ίσως βαρυγκομούσε για τον Θεό και χανόταν η ψυχή του.
Για το παιδί της που πέθαινε στο Νοσοκομείο, μου είπε ότι δεν ήξερε γιατί το επέτρεψε ο Θεός. Ίσως για την απιστία και αδιαφορία του συζύγου της (εκείνος μιλούσε για τη φύση και μοίραζε φωτογραφίες από το δάσος της Δαδιάς σαν να μην συνέβαινε τίποτα). Ίσως γιατί το παιδί της καμάρωνε για την δύναμη και ευρωστία του. Και κατέληξε, «για οποιοδήποτε λόγο όμως και να το παραχώρησε, να γίνη το θέλημά Του. Στενοχωριέμαι βέβαια και πονάει η ψυχή μου που το βλέπω να υποφέρη και να πονάη».
Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι, έπεσε στην κυριολεξία πάνω στον τάφο του π. Παϊσίου και έκλαψε για αρκετή ώρα. Αφήσαμε κάποιο ρούχο του παιδιού στον τάφο και, αφού την άφησα να μιλήση με τις αδελφές, οι οποίες εντυπωσιάστηκαν από την εμπιστοσύνη της στον Θεό, της έδωσαν κάποιες ευλογίες.
Παρακολουθήσαμε την ακολουθία του Εσπερινού και φύγαμε. Φθάσαμε στο Νοσοκομείο γύρω στις 9 το βράδυ και ήμασταν και οι δύο πολύ χαρούμενες και γεμάτες στην ψυχή. Μου είπε ότι δεν θα ξεχάση εκείνο το απόγευμα, ένοιωσε μεγάλη παρηγοριά.
Την επομένη έφυγα με μετάθεση από την Θεσσαλονίκη και περίπου στις είκοσι ημέρες μου τηλεφώνησε η κυρία και μου είπε: «Μαρία, έγινε θαύμα, ο γιατρός μου είπε ότι ο Βαγγέλης δεν έχει τίποτε. Οι γιατροί δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Μου είπαν ότι πρόκειται για θαύμα. “Το ξέρω, τους απάντησα. Είναι θαύμα”».
Η βαθειά πίστη της στον Θεό της χάρισε τελικά τον γυιό της, ο οποίος με τις πρεσβείες του οσίου Παϊσίου ζει και εργάζεται στο Σουφλί χωρίς προβλήματα.
Από το βιβλίο: Ο Όσιος Παΐσιος. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 241.