Το 1984 – διηγείται η κυρία Νίκη Χιλλ – ζούσαμε στην Κρήτη, το κοριτσάκι μας η Ειρήνη 12 ετών βγήκε στον δρόμο να βοηθήση μια τυφλή γιαγιά να την πάη στο ιατρείο. Ένα αυτοκίνητο την πέταξε δυο μέτρα ψηλά και έπεσε με το κεφάλι μέσα σ’ ένα τσιμεντένιο χαντάκι. Οι γιατροί στο Νοσοκομείο στα Χανιά είπαν να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα, γιατί το χτύπημα ήταν σοβαρό, το παιδί ήταν σε κώμα και ίσως δεν θα ζούσε.
Μας πήρε ντακότα της στρατιωτικής αεροπορίας και μας πήγε στην Αθήνα. Αμέσως στο Νοσοκομείο των Παίδων έπεσαν όλοι οι γιατροί πάνω στο παιδί, μα δεν ήξεραν αν θα γίνη καλά.
Στα Χανιά ο Σεβασμιώτατος κ. Ειρηναίος όλη την νύχτα προσευχόταν γονατιστός στο Ιερό, όλοι οι φίλοι μας και Ιερείς προσεύχονταν για την Ειρήνη μας.
Ήταν σε κώμα επτά ημέρες, της μιλούσαν οι γιατροί συνέχεια και δεν αντιδρούσε καθόλου, μόνο την πέμπτη ημέρα που ήρθε μια από τις αδελφές μου, της ψιθύρισα στο αυτί: “Δες, Ειρήνη μου, ποιος ήρθε να σε δη”, τότε άνοιξε λίγο το πρησμένο της ματάκι και είπε πολύ σιγά “η Παναγία” και έπεσε πάλι σε κώμα. Οι γιατροί χάρηκαν, “έχομε κάποια ελπίδα”, είπαν.
Την ημέρα εκείνη μας τηλεφώνησε ο παπα-Γιώργης από τα Σφακιά, που έχει 12 παιδιά. Ήταν γνωστός με τον άγιο Πορφύριο και, όταν ο Άγιος πήγαινε στην Κρήτη, πάντα έμενε στο σπίτι του. Μου είπε στο τηλέφωνο: “Αδελφή μου, πήγαινε αμέσως στον γέροντα Πορφύριο να του πης να προσευχηθή για το παιδί”.
Ένας οικογενειακός μας φίλος που είχε μεγάλο πρόβλημα υγείας, όταν έμαθε ότι θα πάμε στον γέροντα Πορφύριο, ήρθε με το αυτοκίνητό του να μας πάη. Μαζί μας ήρθε και η Ρεβέκκα, φοιτήτρια τότε της Παντείου, τώρα αδελφή Μακαρία και Ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Εφραίμ στην Νέα Μάκρη, και ο κουμπάρος μας ο Γιώργος από την Χίο, καθηγητής.
Αφήσαμε την μητέρα μου και την αδελφή μου στο νοσοκομείο να προσέχουν το παιδί, και πήγαμε στον Ωρωπό, όπου τότε έμενε ο Γέροντας Πορφύριος σε ένα τροχόσπιτο.
Ο φίλος μας ο Ιάκωβος που μας πήγαινε είχε μεγάλο πρόβλημα, δεν μπορούσε να ουρήση και υπέφερε. Όταν φτάσαμε, μας άφησε και αυτός πήγε στο δάσος να προσπαθήση.
Μπήκα πρώτη μέσα. Ο Γέροντας καθόταν πάνω σ’ ένα ντιβάνι, τυλιγμένος με μια μάλλινη στρατιωτική κουβέρτα, φορούσε το σκουφάκι του και ήταν πολύ όμορφος και φωτεινός. Γονάτισα κοντά του δίχως να πω τίποτε. Με σταύρωσε με ένα ξύλινο Σταυρό πάνω στο κεφάλι εφτά φορές, λες και ήξερε πως έχω εφτά παιδιά, λέγοντάς μου τρεις φορές: “Ήταν θαύμα, παιδί μου, ήταν θαύμα, μην στενοχωριέσαι”. Καθήσαμε όλοι γύρω του και μας λέει: “Καλά, αυτός ο Ιάκωβος έχει πολύ πρόβλημα. Πήγε στο δάσος και δεν μπορεί να ουρήση ο καημένος”.
Όταν μπήκε ο Ιάκωβος, του λέει ο Γέροντας: “Καλώς τον Ιάκωβο τον Χωραφά”. Ξαφνιαστήκαμε όλοι πώς ήξερε το όνομά του και το επώνυμό του. Του είπε πως πριν πολλά χρόνια είχε γνωρίσει τον παππού και την γιαγιά του στην Κέρκυρα και του διηγήθηκε πολλές ιστορίες γι’ αυτούς. “Άκου να σου πω, Ιάκωβε, έχεις φίλους στρατιωτικούς γιατρούς που θέλουν να σου κάνουν εγχείρηση. Εσύ να μην το δεχτής, γιατί θα σε ράψουν λάθος και θα υποφέρης χειρότερα. Μετά θα πας στην Αγγλία να σε διορθώσουν και μετά από δύο χρόνια θα πεθάνης. Να παρακαλάς μονάχα την Παναγία μας να σε κάνη καλά και να αγαπάς τον Χριστό μας, αυτοί είναι οι γιατροί σου. Ακούς Ιάκωβε;”.
Δεν άκουσε τον Γέροντα ο Ιάκωβος· φοβήθηκε, γιατί υπέφερε. Τον έπεισαν και οι φίλοι του οι γιατροί και εγχειρίστηκε. Όλα έγιναν όπως του είπε ο Γέροντας και άφησε ορφανά τα δύο μικρά παιδιά του.
Συμβούλεψε και τον κουμπάρο μας να φύγη από την Αθήνα να πάη στην Χίο να φροντίση τους γονείς του.
Γυρίσαμε στο νοσοκομείο και το βράδυ έγινε το θαύμα. Η Ειρήνη μας άρχισε να ψέλνη. “Ευλογητός ο Θεός ημών …”.
Το πρωί ήρθαν οι γιατροί και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Ειρήνη καθιστή στο κρεββάτι και χαμογελαστή. “Μητέρα, κέρασε τα παιδιά”, μου είπε. Είχαν πει πως, αν συνερχόταν, θα ήταν παιδί με ειδικές ανάγκες. Η προσευχή και η ευλογία και η αγάπη του Αγίου μας Πορφυρίου όμως την έκανε τελείως καλά και τώρα εργάζεται.
Όταν βγήκαμε από το νοσοκομείο, πήγαμε αμέσως στον γέροντα Πορφύριο να πάρουμε την ευχή του και να ευλογήση την Ειρήνη μας.
Την αγάπησε πολύ ο Γέροντας, “καλώς το παιδί του θαύματος” της είπε, της κρατούσε με τόση αγάπη το χέρι, ήθελε να της χαρίση ένα ξύλινο Σταυρό που είχε σκαλίσει μόνος του, αλλ’ αυτή δεν ήθελε να του το στερήση και δεν το έπαιρνε· τότε αυτός της έδωσε το κομποσχοίνι του, το οποίο φυλάμε με πολλή αγάπη και το δίνομε όπου υπάρχει ανάγκη για φυλαχτό και ευλογία. Όποτε βρισκόμαστε στην Αθήνα, πηγαίναμε να πάρωμε την ευχή του.
Ήταν συχνά άρρωστος, γιατί έπαιρνε τις αρρώστιες των ανθρώπων που υπέφεραν. Ένας πατέρας οικοδόμος που είχε πέντε παιδιά, έπαθε έρπη στο πρόσωπο και στον λαιμό. Πήγε στον Γέροντα να τον ευλογήση και σε λίγες ημέρες έγινε καλά και ο άγιος Πορφύριος έβγαλε έρπη στο ίδιο μέρος. Ήταν στο κρεββάτι, δίπλα του έκαιγε μια ξυλόσομπα και φαινόταν πως υπέφερε.
Κάποτε του πήγα τον εγγονό μας τον Γαβριήλ, δύο ετών, να τον ευλογήση. “Μα δεν το βλέπεις; μου είπε, είναι πολύ ευλογημένο παιδάκι”, το χάϊδεψε στο κεφαλάκι, πήραμε την ευχή του και φύγαμε πετώντας· έδινε σε όλους τόση χαρά και τόση αγάπη, δύναμη ζωής παρ’ όλο που εκείνος υπέφερε παίρνοντας τους πόνους των άλλων.
Μια φορά πήγαμε όλα τα παιδιά μας να τα ευλογήση, να πάρουν την ευχή του. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Τον ρώτησα “πού να πάμε να ζήσουμε”. “Στην Σκαρδαμούλα να πάτε”, μου είπε· έτσι ήταν η ονομασία στην αρχαιότητα της σημερινής Καρδαμύλης στην Μάνη.
Μείναμε εκεί πολλά χρόνια ευλογημένα και δημιουργικά. Ο Γέροντας μας έστελνε διάφορα πονεμένα παιδιά να ζήσουν κοντά μας και να κάνουν παρέα με τα παιδιά μας, να φάνε υγιεινά και να νοιώσουν αγάπη και θαλπωρή στην αγκαλιά της οικογένειας. Έχομε να πούμε πολλές ιστορίες και θαύματα που γίνονταν με την προσευχή και την αγάπη του Αγίου μας Πορφυρίου. Την ευχή του να έχωμε.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 116.