Μετά την κοίμηση του γέροντός μας Αμφιλοχίου Μακρή – διηγείται η γερόντισσα Χριστονύμφη, Ιερά Μονή Ευαγγελισμού, Πάτμος – μεταβήκαμε με την σεβαστή μου (μακαριστή) γερόντισσα Ευστοχία στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να πάη σε γιατρούς και να κάνη κάποιες εξετάσεις. (Εφ’ όσον δεν γινόταν στην Πάτμο).
Η Γερόντισσα είχε ακούσει από καιρό για τον γέροντα Πορφύριο και θέλησε να πάη να τον επισκεφθή, να τον γνωρίση και να τον συμβουλευτή για διάφορα πνευματικά θέματα. Είχα λοιπόν την ευλογία να την συνοδεύσω. Ο γέροντας Πορφύριος τότε έμενε στο Μήλεσι.
Όταν φθάσαμε εκεί, συναντήσαμε απ’ έξω πολύ κόσμο που περίμενε τον Γέροντα να πάρη την ευχή του. (Ο π. Πορφύριος ζούσε ακόμη στο τροχόσπιτο). Αναρωτηθήκαμε λοιπόν, πώς θα κατορθώσουμε να πλησιάσουμε να τον δη λίγο η Γερόντισσα που ήθελε.
Έτσι η έκπληξή μας ήταν μεγάλη, όταν σε λίγα λεπτά μας πλησίασε η ανηψιά του, κάλεσε την Γερόντισσα με το όνομά της και της είπε ότι ο γέροντας Πορφύριος την ζητάει να πάη να την δη. (Χωρίς φυσικά να έχουν ποτέ ξανασυναντηθή). Η Γερόντισσα πήγε, συνομίλησαν αρκετή ώρα με τον Όσιο και μετά βγήκε και φύγαμε, χωρίς να κατορθώσω να πάρω ούτε καν την ευχή του.
Στον δρόμο της επιστροφής, καθώς η Γερόντισσα μου εξιστορούσε όσα της απεκάλυψε ο όσιος Πορφύριος για τον εαυτό της και για το Μοναστήρι μας, μου ήρθε ένας λογισμός αμφιβολίας για τον Άγιο. Σκέφτηκα: «Άραγε το χάρισμα που έχει ο γέροντας Πορφύριος είναι εκ του Θεού ή εκ του πονηρού;». Και μόνη μου πάλι, απάντησα: «Τότε μόνο θα πιστέψω, αν βλέποντάς με ο γέροντας Πορφύριος για πρώτη φορά, μου αποκαλύψει το όνομά μου και από ποιο Μοναστήρι είμαι».
Πέρασαν από τότε δέκα μέρες στην Αθήνα, όταν μία μέρα η γερόντισσα Ευστοχία έστειλε εμένα και τέσσερις ακόμη αδελφές να πάμε στον άγιο Πορφύριο να πάρουμε την ευχή του.
Όταν φθάσαμε όμως εκεί συναντήσαμε και πάλι πολύ κόσμο και είπαμε ότι, επειδή δεν επρόκειτο να πάρουμε σειρά, να καθήσουμε λίγο και να φύγουμε. Μας είπαν ότι ο γέροντας Πορφύριος εξομολογούσε μία γυναίκα στο κοντινό δασάκι και απουσίαζε.
Σε μία περίπου ώρα λοιπόν, είδαμε τον γέροντα Πορφύριο να επιστρέφη από το δάσος και προχωρήσαμε δειλά λίγα βήματα, για να πάρουμε τουλάχιστον την ευχή του και να φύγουμε, όμως, προς έκπληξή μας ο όσιος Πορφύριος ερχόταν κατευθείαν προς εμάς και συγκεκριμένα προς εμένα και μου λέει: «Καλώς την αδελφή Χριστονύμφη που ήρθε από την Πάτμο, από το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού, η οποία είχε και την ευλογία να εξυπηρετήση τον Άγιο γέροντα Αμφιλόχιο!»
Και συμπληρώνει: «Να ξέρης, παιδί μου, ότι ο γέροντας Αμφιλόχιος είναι Άγιος στον ουρανό και έχει μεγάλη δόξα! Μακάρι να μας αξιώση ο Κύριος να τον αντικρύσουμε στην άλλη ζωή έστω και από μακρυά. Η ζωή του ήταν μία διαρκής θυσία και προσπαθούσε ν’ αναπαύση τον καθένα που ερχόταν κοντά του. Την ευχή του να έχουμε».
Μετά, μου λέει: «Δεν μου λες, το Μοναστήρι σας δεν βρίσκεται στο Δυτικό μέρος του νησιού; Ο γέροντας Αμφιλόχιος δεν έχει φυτέψει ένα δασάκι με πεύκα εκεί πλάι; Έτσι δεν είναι;».
Εγώ ακούγοντας όλα αυτά είχα συγκλονιστή. Ρίγη με διαπερνούσαν· και είπα μέσα μου, «όντως είναι άγιος αυτός ο Γέροντας και έχει μεγάλο διορατικό χάρισμα», και από τότε μου έφυγε κάθε σκέψη αμφιβολίας.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 40.