Με τον γέροντα Ιωάσαφ ζήσαμε εδώ στο κελλί 33 χρόνια. Αυτός με έκανε μοναχό μικρόσχημο.
Από τους παλαιότερους Γεροντάδες προλάβαμε τους δύο αδελφούς κατά σάρκα, τον πατέρα Ιγνάτιο και τον παπα-Βασίλη. Τον Δεκέμβριο του 1962 κοιμήθηκε ο π. Ιγνάτιος και τον Ιανουάριο του 1965 ο παπα-Βασίλης. Τον Φεβρουάριο του 1974 κοιμήθηκε και ο διάκονος Αγαθάγγελος. Μείναμε εμείς οι δύο, εγώ και ο π. Ιγνάτιος, με τον γέροντα Ιωάσαφ, ο οποίος από τότε που έφυγε από την πατρίδα του δεν επέστρεψε ξανά πίσω.
Το είχε τάμα ο γέροντάς μας, ο π. Ιωάσαφ, να μην ξαναπάει στην πατρίδα του. Ένα χρόνο πριν κοιμηθεί, πήγαμε μαζί στην Πάτμο να προσκυνήσουμε. Από εκεί ήτανε πολύ κοντά. Μάλιστα τον πίεσα: «Γέροντα, μια που είμαστε εδώ κοντά στην πατρίδα σου –ήτανε από τη Σάμο, τους Μυτιληνιούς της Σάμου– λέω να πάμε να δούμε και το χωριό σου». Λέει: «Όχι, παιδί μου. Εγώ 64 χρόνια δεν πήγα, και τώρα θα πάω; Δεν θέλω να πάω, το ‘χω τάμα». Και τελικά δεν πήγε.
Εκείνο που μας έκανε εντύπωση –αξιοθαύμαστο σημείο– ήταν ότι, αφότου έπαθε εγκεφαλικό, ένα μήνα περίπου πριν κοιμηθεί, δεν πήρε καθόλου τροφή. Από την ημέρα που έπαθε το εγκεφαλικό. Γνώριζε τους πάντες, όσους ερχότανε να τον δουν στο Νοσοκομείο (το Παπανικολάου), αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Χαιρόταν, όταν ερχότανε γνωστοί άνθρωποι.
Άνοιγε το πρωί το στοματάκι του, όταν έβλεπε τον ιερέα, τον παπα-Αντώνη –ώρα του καλή–, να έρχεται με την Θεία Κοινωνία. Άνοιγε, όπως το πουλάκι που περιμένει την μανούλα του να του φέρει την τροφή. Μάλιστα δεν έκλεινε το στόμα του. Μέχρι να ετοιμαστεί ο παπάς, ανοιχτό το στοματάκι του. Και μόλις κοινωνούσε το έκλεινε και δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε γάλα, ούτε νερό, ούτε χυμό, τίποτα. Τον παρακαλούσαμε εμείς και οι γνωστοί του άνθρωποι. Τίποτα. Μόνο την Θεία Κοινωνία. Έκλεινε το στοματάκι του, και την άλλη μέρα το πρωί, μόλις έβλεπε τον παπά απ’ την πόρτα, άνοιγε μόνος του το στοματάκι του. Όλο το άλλο διάστημα δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε χυμό, ούτε τροφή.
Αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Μάλιστα πήγαμε και στον πατέρα Παΐσιο, αφού κοιμήθηκε ο Γέροντας, και τον ρωτήσαμε: «Γέροντα, τι γνώμη έχεις για τον Γέροντά μας; Σώθηκε άραγε; Τον πήρε η Παναγία κοντά της;». Γιατί 64 χρόνια έμεινε εδώ στο περιβόλι της. Μάλιστα ασχολήθηκε με την υμνολογία. Ήτανε πολύ καλός ψάλτης. Εδώ στην Παναγία μας, στο Πρωτάτο. Έψελνε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ ζωηρός στο ύφος του. Θυμάμαι στην αγρυπνία, επειδή ψάλλαν ταπεινά οι πατέρες, μας έπαιρνε και λίγο ο ύπνος στο στασίδι. Μόλις έπαιρνε ο Γέροντας –και έπαιρνε το ίσο ζωηρό– ξυπνούσαμε όλοι. Ήταν ενθουσιώδες το ψάλσιμό του. Το ζούσε. Με την ψυχή του έψελνε. Μας λέει ο γερο-Παΐσιος: «Μακάρι να πάω και εγώ στην θέση που είναι ο Γέροντας, εκεί στον ουρανό». Τώρα μας το είπε για να μας παρηγορήσει ή είχε καμία πληροφορία, δεν το ξέρουμε. Μετά από οκτώ μήνες κοιμήθηκε και ο π. Παΐσιος.
Ο π. Ιωάσαφ είχε πολλή αγάπη. Καθόταν στο μπαλκόνι, και όσους ασκητές Καψαλιώτες ερχότανε τους φώναζε: «Ελάτε επάνω να πιούμε ένα καφεδάκι». Μας φώναζε από πάνω, γιατί εμείς δουλεύαμε κάτω στο Αγιογραφείο: «Βασίλη! Έλα! Ανέβα πάνω!» Του έλεγα: «Γέροντα, μη τους φωνάζεις. Αφήστε να δουλέψουμε και λίγο την αγιογραφία». Κάθε τόσο μας απασχολούσε. «Όχι», απαντούσε. «Κάνε το καφεδάκι εδώ πέρα. Κάνε υπακοή».
Δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν. Όσους έρχονταν, του άνοιγε την πόρτα. Όλους τους φιλοξενούσε. Όλους τους δεχότανε με πλούσια καρδιά και όχι με μούτρα, όπως κάνουμε εμείς πολλές φορές. Με πλούσια καρδιά, με πολλή αγάπη. Είχε πολλή αγάπη στον κόσμο και ήταν πολύ αγαπητός. Τύχαινε τα τελευταία χρόνια που έπασχε από αρθριτικά – ρευματικά και πήγαινε στα λουτρά, να! ο κόσμος μαζευότανε δίπλα του. Όπου πήγαινε τον αγαπούσαν πολύ. Πολύ εύκολα έπιανε φιλία και όλος ο κόσμος τον αγαπούσε, γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και με άδολη αγάπη.
Σπάνιοι τέτοιοι χαρακτήρες. Ήταν αρχοντάνθρωπος, καθώς ήταν αρχοντάνθρωποι και οι Γεροντάδες μας απ’ την Μικρά Ασία. Ήταν τρία αδέρφια. Και ο πατέρας τους έγινε μοναχός εδώ στο Άγιο Όρος. Δύο αδέρφια έμειναν εδώ στις Καρυές και ο τρίτος πήγε στην Σιμωνόπετρα, ο π. Ιωάσαφ. Ο πατέρας τους πέθανε στα Καυσοκαλύβια, γιατί οι γεροντάδες μας είχαν πάει στην αρχή στα Καυσοκαλύβια. Το 1924 πήραν αυτό το κελλί εδώ στις Καρυές.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 117 (αποσπάσματα).
Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Ο μακαριστός γέροντας Ιωάσαφ ο Καρυώτης