Ο Γέρων Χρυσόστομος ήταν ευθυτενής, μεγαλόπρεπος σαν τον Μελχισεδέκ. Οι κινήσεις του μετρημένες, αργές, η ομιλία του νηφάλια, άλατι ηρτυμένη, χειμαρρώδης. Τα ράσα του τετριμμένα, πεντακάθαρα, δύο είχε, ένα έπλενε ένα φόραγε. Υψηλός, η γενειάδα του κάτασπρη. Τα μάτια του καθάρια σε κοίταζαν και δεν σε κοίταζαν, έβλεπαν πίσω από εσένα ή ταπεινά κοίταζαν την γη στα δύσκολα συχνά, πολύ συχνά δακρυρροούντα. Τα χέρια του κάτασπρα, ένα δάκτυλο είχε μία σύγκαμψη –τραυματισμός παλαιός. Ολόκληρος βεβαίωνε την διδασκαλία του Χριστού.
Τον είδα πρώτη φορά το 1982. Ήμουν δευτεροετής φοιτητής της Ιατρικής. Τότε ο πατέρας μου ασθένησε βαρύτατα και εισήχθη στο “Ιπποκράτειο” Νοσοκομείο στο χειρουργικό τμήμα. Η ευσεβής μητέρα μου Μαρία αμέσως πρόστρεξε στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα. Είναι μια μικρή εκκλησία μονόδρομη, χτισμένη με πορόλιθο και τούβλα ερυθρά –πιθανά προς το μέσον της Τουρκοκρατίας– χαμηλή, ταπεινή. Η εικόνα του αγίου Ανδρέα πολυκαιριασμένη, μαυρισμένη από τα χρόνια, βρίσκεται στον τοίχο συνέχεια του τέμπλου που τότε ήταν ξύλινο. Αταίριαστη προσθήκη στον ναό. Το Ιερό στενό, η Πρόθεση μικρή. Είχε παράθυρο Βορεινό. Εκεί η νήψη των χειρών κλπ.
Η μητέρα, λοιπόν, πρώτη εγνώρισε τον Γέροντα και όταν επέστρεψε στου πατέρα την κλίνη, μας είπε για τον π. Χρυσόστομο. Πρόστρεξα και εγώ. Μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησίας διέκρινα την πατριαρχική φιγούρα του. Είχε μόλις τελειώσει την θεία Λειτουργία και ξεφορούσε την μοναδική κάτασπρη στολή που φορούσε και φόραγε έκτοτε για χρόνια. Απλή, άσπρη, χωρίς συρίτια και γιορντάνια.
Έλαμπε ολόκληρος. Αργά απεκδυόταν ένα-ένα τα άμφιά του. Αργότερα έλεγε, “με την σειρά που τα βάζεις με την ίδια να τα βγάζης”. Το πρόσωπο ιλαρό. Η στάση του σώματος ιεροπρεπής, αυστηρή. Με φόβισε. Ο ίδιος φοβόταν το άγιο Βήμα. Ποτέ δεν μιλούσε στο ιερό Βήμα. Όλα με τα μάτια.
Πλησίασα, πήρα την ευχή του από το παραπόρτι το αριστερό. Περίμενε να αποτελειώση η θεία Ευχαριστία. Απόλυσε έξω με το επιτραχήλι του, επέστρεψε μετά το “Δι’ ευχών” στο άγιο Βήμα. Προσκύνησε με τρεις μετάνοιες χωρίς να βιάζεται και εξήλθε.
Τηρώντας τον άνθρωπο για πρώτη φορά, αντιλήφθηκα μέσα μου ότι ο Θεός μου είχε δώσει έναν θησαυρό μέσα στην Αθήνα. Έναν κρυμμένο θησαυρό.
Έκτοτε συνδεθήκαμε. Καθημερινά σχεδόν συναντιόμασταν, μιλούσαμε για όλα τα θέματα. Η ασθένεια του πατέρα μου είχε αποδειχθεί μία ευλογία. Από όλες τις συζητήσεις αυτές, θα αναφέρω μερικά που καταγράφηκαν στην καρδιά μου.
Κατήγετο από την Μεσσηνία. Ο πάππος του ήτο Ιερεύς και από μικρό παιδί τον εισήγαγε στον εκκλησιαστικό τρόπο της ζωής, στις ακολουθίες, τις νηστείες, τις μετάνοιες, το κομβοσχοίνι, το ευλαβικό θυμίαμα του σπιτιού δυό φορές την ημέρα. Η αυστηρότητα του παππού τού είχε χαράξει την καρδιά.
Η μητέρα του ευλαβής, ήτο κυοφορούσα και από κάποια απροσεξία απέβαλε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και έπεσε. Η γυναίκα κλαίουσα εξομολογήθηκε το γεγονός στον πενθερό της τον παπά, ο οποίος της μίλησε με πολλή αυστηρότητα, και της απαγόρεψε να κοινωνήση μέχρι που να πεθάνη. Τα έκπληκτα μάτια του μικρού τύπωσαν την εικόνα. Δεν ξαναείδε έκτοτε την μάννα να πλησιάζη στο άγιον Ποτήριον. Όταν το περιέγραφε, δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τους οφθαλμούς του. Όταν ο παππούς εκοιμήθη, δεν “ήρε το επιτίμιον της ακοινωνησίας”. Όλοι κοινωνούσαν, αυτή ποτέ. Ούτε το Άγιον Πάσχα. Ο μικρός λυπόταν βαθειά. Και ξαφνικά η μητέρα αρρώστησε βαρειά και επλησίαζε να πεθάνη. Τον κάλεσε και του είπε: “Παιδί μου, εγώ πεθαίνω, θέλω να κοινωνήσω, φέρε μου έναν παπά”. Το παιδί γυμνοπόδαρο, κλαίγοντας, πήγε δύο ώρες δρόμο σε ένα χωριό, βρήκε τον παπά τον παρακάλεσε. Πρόστρεξε ο λευΐτης, καβαλίκεψε τον γάϊδαρο, μπροστά ο γυμνόπους, πίσω το ζώο –ο βαστάζος– έφθασαν, εξομολογήθηκε η μάννα, κοινώνησε, σχημάτισε τον εαυτό της, εξέπνευσε, εκοιμήθη. Ο παπάς διάβασε το πρώτο τρισάγιο και ο μικρός έζησε την χαρμολύπη του. Έρρεαν οι οφθαλμοί δάκρυα, αλλά η καρδούλα του είχε την “πείρα της αναστάσεως”.
Πάντοτε από τότε είχε μια συμπάθεια, ένα έλεος προς τις πάσχουσες γυναίκες και έλεγε την φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά γυναικών η νομοθεσία”. Και πράγματι αυτές τον πόνεσαν, τον διακόνησαν, τον γηροκόμησαν και έκλεψαν την “ευλογία του”.
Το περιστατικό αυτό επέδρασε βαθειά μέσα του. Η καρδιά του είχε ματώσει, σε όλο του τον βίο προσπάθησε να νικήση την γονιδιακή καταβολή της αυστηρότητας. Όταν καθάριζε την αγία Τράπεζα, συνεχώς μονολογούσε, “Έλεον θέλω και ου θυσίαν”.
Ο γέρων Χρυσόστομος εκ καταγωγής συγγενείας αλλά και πιθανά εκ προσωπικής πείρας, είναι μάρτυρας αυτής της σφαγής του Μελιγαλά κατά τον Σεπτέμβριο του 1944. Ποτέ δεν ανέφερε το όνομα των σφαγέων. Πάντοτε ένδακρυς, με φωνή χαμηλή, ταπεινή, με διακοπές λόγω συγκινήσεως, περιέγραφε τα γεγονότα. Πώς τους μάζεψαν όλους, στο Μπεζεστένι του Μελιγαλά. Πώς άφησαν τα μικρά παιδιά και τις γυναίκες. Πώς γενειοφόροι καπετάνιοι διάλεγαν, έβγαζαν και σκότωναν. Και πώς, από Παρασκευή μέχρι την Τετάρτη την άλλη, έπαιρναν ανθρώπους με τα εσώρρουχα, δεμένους με σύρμα στα ποδάρια και τους πήγαιναν στο μεγάλο πηγάδι (πηγάδα), που είχε ανοίξει ένας Δήμαρχος για να βρη νερό. Εκεί τους έσφαζαν με οτιδήποτε, όχι με τουφέκια. Εκατό-εκατό τους πήγαιναν. Οι τελευταίοι έβλεπαν πώς πέθαιναν οι πρώτοι και ύστερα πεθαμένους, ζωντανούς, ακρωτηριασμένους, τους έρριχναν στο πηγάδι. Όσοι έβλεπαν και περίμεναν την σειρά τους τραγουδούσαν, “Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή…”. Αβάστακτα πράγματα, δαιμονικά… Έρρεαν δάκρυα ποταμηδόν και ανέφερε ονόματα και οικογένειες και γνωστούς του και σταυροκοπιόταν όρθιος, και για τους αίτιους ιλαρά φερόταν, όχι λόγω της αποστάσεως από τα γεγονότα, αλλά λόγω της ενχρίστωσής του.
Ο Γέροντας πήγε στο Άγιον Όρος περίπου το 1946. Ήρθε στου Σταυρονικήτα, το μικρό Μοναστηράκι όπου ήταν καλόγερος ο αδελφός της μάννας του. Έλεγε ότι “άλεθαν κάστανα για να κάνουν ένα ψωμί ή χυλό”. Η πτωχεία στο Μοναστήρι δεν επηρέαζε τις ακολουθίες, το τυπικό, μήτε και το άναμμα των κανδηλιών…
Είχε σταλεί στις Καρυές σαν δόκιμος μαζί με πατέρες για κάποια εργασία. Και τότε είδε μπροστά του τους αντάρτες, άνδρες και γυναίκες στα καλντερίμια. Μάλιστα, περιέγραφε και τον χορό που έκαναν οι αντάρτισσες σε ένα αλώνι των Καρεών. Η πρώτη κρατούσε ένα καλάμι και πάνω για φλάμπουρο είχε ένα εσώρουχο γυναικείο. Και οι υπόλοιπες πιασμένες χόρευαν και φώναζαν, “Μαρία, σ’ αυτόν τον τόπο εμείς είμαστε κυρίες”. Αυτό το διηγόταν με τρόμο και άπειρη καλωσύνη για τις ψυχούλες αυτές. Έλεγε, “οι καημένες, οι πτωχές, τόσα ήξεραν, τόσα έκαναν! ας τις ελεήση η Θεοτόκος”. Τις μνημόνευε στην Προσκομιδή και είχε μάθει ότι οι περισσότερες πέθαναν στο Άγιον Όρος, καθώς έφευγαν από χαράδρες, όταν τους κυνηγούσε ο στρατός.
Μαρτυρία π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, ιατρού (α’ μέρος).
Από το βιβλίο: Θεοδοσίου ιερέως, “Ο Γέρων Χρυσόστομος ο Σταυρονικητιανός”. Έκδοση “Ενωμένη Ρωμηοσύνη”, 2017, σελ. 165
Ο Γέρων Χρυσόστομος Σταυρονικητιανός