Λίγοι κατανοούσαν την πνευματική κατάσταση του γερω-Κώστα, αλλά και αυτοί όχι σε όλο το βάθος της· οι περισσότεροι πατέρες τον βοηθούσαν από συμπόνια, αλλά υπήρχαν δυστυχώς και ελάχιστοι που τον περιγελούσαν, τον περιφρονούσαν και τον ταλαιπωρούσαν για να γελούν μαζί του.
Ένας από αυτούς είδε μία μέρα τον Κώστα να έρχεται στο μονοπάτι που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι του. Γέμισε ένα κουβά με νερό και, όταν έφθασε από κάτω, άδειασε όλο το νερό επάνω του και φυσικά τον μούσκεψε ολόκληρο. Ο γερω-Κώστας συνέχισε ατάραχος τον δρόμο του σαν να μη είχε συμβή τίποτε και μάλιστα ούτε γύρισε να δη τον άνθρωπο. Ποιος θα το άντεχε αυτό αδιαμαρτύρητα;
Όλα τα ασκητικά αγωνίσματα είναι δύσκολα και γίνονται με κόπο, περισσότερο όμως η υπακοή, γιατί κατά τους αγίους πατέρες είναι άρνηση ψυχής και ομολογία. Αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η σαλότης, διότι ο δια Χριστόν σαλός γίνεται «πάντων περίψημα», «ταπεινούται σφόδρα» και καταπατά τελείως την υπερηφάνεια.
Η δια Χριστόν σαλότης απαιτεί ειδική κλήση από τον Θεό. Και οι σαλοί είναι αγαπητοί στον Θεό, γιατί για την αγάπη Του σηκώνουν αυτόν τον βαρύ σταυρό, και ο Θεός για την μεγάλη ταπείνωσή τους αποκαλύπτει σ’ αυτούς τα μυστήριά Του.
Τέτοιος, δια Χριστόν σαλός, πίστευαν οι πατέρες ότι ήταν και ο γερω-Κώστας και ότι έκρυβε κάποιο μυστικό πνευματικό.
Διηγήθηκε Καρυώτης Γέρων: «Μια μέρα, όταν ήμουν νέο καλογέρι 20-22 χρόνων, στο μαγαζί του παπα-Στέφανου χαριεντιζόμουνα και γελούσα, οπότε μπήκε μέσα ο γερω-Κώστας. Μια στιγμή που έλειψε ο παπα-Στέφανος μου είπε με σοβαρό ύφος: “Οι καλόγεροι δεν γελάν”. Εγώ αμέσως μαζεύτηκα. Και μόλις γύρισε ο παπα-Στέφανος, πάλι άρχισε τα χαζά του. Μου έκανε εντύπωση η σοβαρότητά του και η συμβουλή του. Ένας τρελλός δεν μιλά έτσι».
Ύστερα ο Κώστας έφυγε από το Σαράι και έμενε στο εγκαταλελειμμένο Κελλί του Αγίου Γεωργίου, το ονομαζόμενο του Φιλαδέλφου, έξω από τις Καρυές. Το Κελλί δεν είχε πόρτες και παράθυρα ούτε και πάτωμα, παρά μόνο μια παλιόπορτα στην κεντρική είσοδο. Πατούσε στα καδρόνια και κοιμόταν σε μία άκρη της Εκκλησίας, στο Ιερό. Είναι απορίας άξιον πώς άντεχε τον χειμώνα. Ανθρωπίνως ήταν αδύνατο αλλά φαίνεται τον σκέπαζε η χάρις του Θεού.
Είχε ένα Τριώδιο παλαίτυπο, από το οποίο έψαλλε, και μία Αγία Γραφή δερματόδετη. Κάποιος που την είδε, την επεθύμησε και την έκλεψε. Όταν τον συνάντησε στον δρόμο ο Κώστας, του είπε: «Μου πήρες την Αγία Γραφή. Να μου την φέρης γρήγορα».
Ο κλέφτης τα έχασε, συγκλονίστηκε και διερωτάτο πώς το κατάλαβε, αφού έλειπε και δεν τον είδε. Πίστεψε ότι έχει χάρισμα ο Κώστας, ότι είναι σε κατάσταση πνευματική και ότι προσποιείται τον σαλό.
Κάποτε ο γερω-Κώστας πλησίασε έναν μαθητή της Αθωνιάδος, του απεκάλυψε μία αμαρτία που είχε κάνει, και του είπε άλλη φορά να μην την ξανακάνη.
Τον ρώτησε κάποτε νέος μοναχός:
–Δεν μου λες, Κωνσταντίνε, είσαι καλόγερος;
–Ναι, απάντησε μονολεκτικά.
–Και πού έγινες καλόγερος;
–Στο Διονυσίου.
–Και ποιο ήταν το καλογερικό σου όνομα;
–Ακάκιος.
–Από πού είσαι;
–Από τα νησιά.
–Από ποιο νησί;
–Από την Ρόδο.
Και όταν ο μοναχός συνέχισε να τον ρωτά λεπτομέρειες για άλλα πράγματα που αφορούσαν την ζωή του, άρχισε τότε να λέη διάφορα παλαβά.
Είχε γίνει πράγματι καλόγερος ή αισθανόταν ως μοναχός; Όσα είπε ήταν υπεκφυγή ή τα εννοούσε ο ίδιος διαφορετικά;
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 102.