Ο π. Αβέρκιος (όνομα που πήρε ο άγιος Παΐσιος με τη ρασοευχή), ενώ ζητούσε ησυχαστική ζωή, έκανε υπακοή και βρέθηκε σε ιδιόρρυθμο Μοναστήρι (τη Μονή Φιλοθέου). Έλαβε το υπεύθυνο διακόνημα του δοχειάρη και του τραπεζάρη. Δηλαδή μοίραζε τρόφιμα και κρασί στους πατέρες. Έπειτα του ανέθεσαν το ξυλουργείο και επί πλέον ήταν βοηθός στην ζύμη. Αν και κουραζόταν στο διακόνημα, ήταν πάντα πρόθυμος να θυσιάζεται για τούς άλλους και να βοηθά όπου υπήρχε ανάγκη.
Διηγείται συμμοναστής του: «Ήταν ανοιχτός άνθρωπος. Πάντα με το χαμόγελο και με καλωσύνη, έτοιμος να βοηθήση τον καθένα. Τον βλέπαμε συχνά με μια πένσα και με ένα σφυρί στο χέρι, να τρέχη να διορθώνη τις ζημιές στα κελλιά των πατέρων. Εμένα κάποτε που είχα μαλώσει με τον Γέροντά μου το κατάλαβε, με πήρε πρώτα στο κελλί του, μου έκανε καφέ, μου μίλησε και μετά με έστειλε να βάλω μετάνοια και να συγχωρηθώ με τον Γέροντά μου».
Ιερομόναχος, παλαιός Φιλοθεΐτης, που γνώρισε καλά τον Γέροντα, θυμάται: «Εκείνο που έκανε εντύπωση και αίσθηση σε όλους τους Φιλοθεΐτες πατέρες, ήταν η πραότης, η καλωσύνη και το ειρηνικόν του χαρακτήρος του. Ως τραπεζάρη τον χαρακτήριζε η ταχύτης των κινήσεων στην διανομή των τροφίμων. Καθ’ όλο το διάστημα που διακόνησε στην τράπεζα, ουδεμία παρεξήγηση είχε λάβει χώρα με τους πατέρες. Μοίραζε τα τρόφιμα προσεκτικά σαν αντίδωρο. Μας είχε ειρηνεύσει όλους. Είχε επιδράσει με τον τρόπο της ζωής του, με τον χαρακτήρα και την άψογη συμπεριφορά του στους πατέρες. Ήταν πρόθυμος να εξυπηρετή τους πάντες. Κουβαλούσε νερό και ξύλα στα γεροντάκια. Ο γερω-Ευδόκιμος τον έδειχνε λέγοντας: “Αυτός είναι καλός μοναχός”.
»Βοηθούσε και τον φιλάσθενο Αρχοντάρη π. Αυξέντιο. Όταν ο Γέροντας έφυγε από την Φιλοθέου, ο Αρχοντάρης έλεγε: “Χάσαμε έναν ευλογημένον άνθρωπο του Θεού”.
»Τον βλέπαμε μόνο στο διακόνημα και στην Εκκλησία, όπου διάβαζε την Ενάτη ώρα και το Μεσονυκτικό. Δεν είχε πολλές σχέσεις. Καθόταν στο κελλί του και προσευχόταν. Ακούγαμε ότι νηστεύει και αγρυπνεί πολύ. Ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια του. Δεν μιλούσε, μόνο ένα “ευλογείτε” έλεγε».
Η Φιλοθέου είναι σε αρκετό υψόμετρο, τον χειμώνα πιάνει πολλά χιόνια και κάνει πολύ κρύο. Ο π. Αβέρκιος όμως για άσκηση δεν άναβε φωτιά στο κελλί του. Τον θέρμαινε η χάρις του Θεού και τον φύλαγε από μεγάλες ασθένειες, αν και συνεχώς υπέφερε από κάτι· ποτέ δεν ήταν τελείως υγιής. Στενοχωριόταν που έβλεπε κάποιον γέροντα να κλειδώνη τα ξύλα του, γιατί νόμιζε ότι τα κλέβουν. Θεωρούσε αταίριαστη σε μοναχό την καχυποψία. Του έλεγε να μην τα κλειδώνη και θα του κουβαλήσει ο ίδιος ή θα κουβαλήσει σε όλους, για να έχουν και να μη χρειασθή να πάρη κάποιος από τα δικά του.
Ο π. Αβέρκιος συμμετείχε ανελλιπώς στην λατρευτική ζωή του Μοναστηριού. Επί πλέον έκανε στο κελλί του κρυφά μεγάλη άσκηση και πολλή προσευχή. Έβαλε στόχο πνευματικό να προετοιμασθή όσο μπορούσε καλύτερα για την έρημο. Είχε την δυνατότητα να αγωνίζεται αθόρυβα, γιατί οι συνθήκες του ιδιορρύθμου ήταν ευνοϊκές για τέτοια άσκηση.
Διηγείται συμμοναστής του: «Μέσα στο Μοναστήρι ήταν υποδειγματικός, σκληρός αγωνιστής, μεγάλος νηστευτής και έκανε τις μετάνοιες σαν πολυβόλο».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 105.