Είναι γνωστή η προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου «πρόσεχε σεαυτώ» (PG 31, 217Β) και η ομόθυμος συμβουλή των αγίων Πατέρων για διαρκή αυτοέλεγχο του χριστιανού. Αυτή την παράδοση ακολουθώντας ο Γέροντας Παΐσιος μας συμβούλευε να εξετάζουμε τους εαυτούς μας για να βλέπουμε «πόσων καρατίων χριστιανοί είμαστε».
Μαρτυρείται ομόφωνα από την εκκλησιαστική παράδοση, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η υπερηφάνεια. Τούτο άλλωστε υπογραμμίζεται από την Αγία Γραφή, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Παροιμ. 3:34) και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. 18:14).
Με το παρακάτω περιστατικό, που διηγήθηκε ο Γέροντας σε κάποια επίσκεψη, διαπιστώνουμε, ότι η υπερηφάνεια δεν είναι θλιβερό προνόμιο των επισήμων, πλουσίων και εγγραμμάτων μόνον, αλλ’ απαντάται και μεταξύ των πλέον ασήμων, πτωχών και αγραμμάτων ανθρώπων.
Τέτοιος ήταν ένας βοσκός, που μια μέρα συζητούσε με τον Γέροντα, τα χρόνια που αυτός ασκήτευε στην Μονή Στομίου, κοντά στην Κόνιτσα. Κατά την διάρκεια της συζητήσεως ο σκύλος του κοπαδιού πλησίασε να φάει το φαγητό του βοσκού, που ήταν μέσα σ’ ένα πιάτο λίγο πιο πέρα. Ο βοσκός αντιλήφθηκε την πρόθεση του σκύλου και με μια γρήγορη και επιδέξια κίνηση σκέπασε το πιάτο και απέτρεψε την ζημιά. Τότε στράφηκε προς τον Γέροντα όλος καμάρι και του είπε: «Είδες, καλόγερε, πόσο έξυπνος είμαι και πώς κατάφερα να σώσω το φαγητό;».
Αναφέροντας το περιστατικό αυτό ο Γέροντας επισήμανε τον κίνδυνο της υπερηφάνειας, που διατρέχουμε όλοι, και την ανάγκη να έχουμε εγρήγορση, μετάνοια και ταπείνωση για να αποφεύγουμε τον εκ δεξιών πειρασμό.
Όλους μας απασχολούν οι προσφιλείς κεκοιμημένοι μας, η κατάστασή τους και το τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς. Με αυτή την αφορμή ρωτούσαμε σχετικώς τον Γέροντα και ζητούσαμε πειστικές απαντήσεις. Εκείνος με έμφαση μας συμβούλευε να προσευχόμαστε πολύ γι’ αυτούς. «Η προσευχή», έλεγε, «τα μνημόσυνα, οι λειτουργίες, οι ελεημοσύνες ωφελούν πολύ τους κεκοιμημένους».
«Μάλιστα», συμπλήρωνε, «να προσεύχεσθε περισσότερο για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες. Γιατί αυτοί από μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πλέον, ενώ εμείς μπορούμε να τους βοηθήσουμε, ελκύοντας με τις προσευχές και τα άλλα μέσα, που αναφέραμε, το έλεος του Θεού, ώστε να βελτιωθεί ή και να αλλάξει η κατάστασή τους, γιατί είναι ακόμη υπό κρίσιν».
Και κατέληγε, λέγοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο: «Είναι μικρό πράγμα με τις προσευχές μας να βρεθεί ο κεκοιμημένος μας από ένα ανήλιο υπόγειο, σε ένα ευήλιο διαμερισματάκι;».
Κάποια φορά, θυμάμαι, που ανέφερε κάτι το συγκλονιστικό σχετικά με τους κεκοιμημένους και την στάση μας απέναντι σ’ αυτούς. Ήταν ένας αυτόχειρας, που έθεσε τέρμα στην ζωή του πέφτοντας σ’ ένα ποταμό από μια γέφυρα. Αυτός ο άνθρωπος, καθώς είπε ο Γέροντας, πέφτοντας μετανόησε, ζήτησε συγχώρηση, έγινε δεκτή η μετάνοιά του και η ψυχή του παρελήφθη από άγγελο Κυρίου. Για να μάθουμε, να μην απελπιζόμαστε, να προσευχόμαστε για τους αδελφούς μας, ζητούντες το έλεος του Θεού και να μη γινόμαστε κριτές των άλλων, σύμφωνα με τον λόγο του αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου «μη προάρπαζε την κρίσιν του Θεού» (PG 78, 377).
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου