Ο όσιος Παΐσιος δεν έζησε πολλά χρόνια ως υποτακτικός στο Κοινόβιο. Έμαθε όμως το σπουδαιότατο μάθημα της υπακοής πολύ καλά από την αρχή και πήρε άριστα. Πρωτίστως έκανε τελεία υπακοή με χαρούμενη διάθεση στον Ηγούμενο και Γέροντά του. Ομοίως υπάκουε αδιάκριτα στους Προϊσταμένους.
Τις πιο δύσκολες εξετάσεις έδωσε υπακούοντας τυφλά στον γερω-Ι., που του ανέθετε σκληρές εργασίες, τον έλεγχε αυστηρά, και αυτά εν αγνοία του Ηγουμένου. Ο καλός υποτακτικός υπέμενε σιωπηλά και με αυτομεμψία. Ποτέ δεν τον κατέκρινε, ούτε με τον λογισμό. Πίστευε ότι αυτά συμβαίνουν για τις αμαρτίες του.
Στο τέλος εκδηλώθηκε αιμορραγία και κατέληξε στο Νοσοκομείο της Μονής. Εκεί ευχαριστούσε και ευχόταν για τον γερω-Ι., διότι ωφελήθηκε. «Με χτύπησε σαν χταπόδι, αλλά μου έβγαλε τις μελάνες», είπε.
Αντίθετα πολύ τον στενοχωρούσε, όταν ρωτώντας τους Προϊσταμένους για τον τρόπο κάποιας εργασίας, ελάμβανε την απάντηση: «Κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός», επειδή επιθυμούσε να του πουν συγκεκριμένα, για να κόψη τελείως το θέλημά του.
Ζούσε το μυστήριο της υπακοής. Από πείρα έμαθε τα αγαθά της, γι’ αυτό την επιζητούσε. Έλεγε: «Να ξέρετε όλο το νόημα, το μυστικό στην μοναχική ζωή, βρίσκεται στην υπακοή· στο να κόβης το θέλημά σου, αν είναι δυνατό και στον μικρότερο, όταν δεν υπάρχη φόβος να του κάνης κακό. Τότε έρχεται η χάρις του Θεού.
»Όταν έφυγα από το Κοινόβιο, αισθανόμουν έντονη την ανάγκη να κάνω κάπου υπακοή. Όταν πήγα στο Στόμιο, επειδή ο π. Σεραφείμ ήταν εννέα ώρες μακρυά με τα πόδια, πήρα κοντά μου ένα νόθο παιδί δώδεκα χρονών, που όλοι το περιφρονούσαν, και το έκανα Γέροντα. Ρωτούσα: “Τι λες, παιδί μου, να κάνω αυτό;” και έκανα ό,τι μου έλεγε.
– Τι λες, να πάω να κόψω ξύλα;
– Στα καλά σου είσαι που θα πας για ξύλα, μου έλεγε. Έτσι έκοβα το θέλημά μου και έκανα κάτι άλλο. Να ξέρατε πόσο ωφελήθηκα απ’ αυτό! Βέβαια οι άνθρωποι, επειδή είχαν εκτίμηση (σε μένα), απορούσαν. “Ακούς να κάνη υπακοή σ’ ένα παιδί!”. Το παιδί τονώθηκε, απέκτησε πρωτοβουλία και βοηθήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνη σωστός άνθρωπος. Περισσότερο όμως βοηθήθηκα εγώ κόβοντας το θέλημά μου. Η εκκοπή του θελήματος βοηθά στην πνευματική ζωή».
Ο Γέροντας φυσικά από ένα σημείο και ύστερα δεν είχε ανάγκη την υπακοή υπό την αρχική της μορφή (τυφλή υπακοή σε Γέροντα), επειδή είχε κατορθώσει πλέον τη νοητή υποταγή. «Τω υποτάξαντι την σάρκα τω πνεύματι ου χρεία ανθρωπίνης υποταγής. Υποτάσσεται γαρ ούτος τω του Θεού λόγω και νόμω, ως ευγνώμων υπήκοος» .
Είχε φθάσει σε μια ανώτερη κατάσταση. Είχε υποτάξει το φρόνημά του στην χάρι του Θεού, καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα. «Όταν βασιλεύση η χάρις του Πνεύματος εν ημίν, τότε ουκ έτι ίδιον έχομεν, αλλ’ ει τι γένηται, θέλημα Θεού εστι. Τότε ειρηνεύομεν» .
Δεν είχε πλέον δικό του θέλημα, σχέδιο, πρόγραμμα. Έγραφε σε επιστολή του (3-11-72): «Ο Θεός ρυθμίζει το πρόγραμμά μου και όχι εγώ. Παρ’ ότι δεν ορίζω διαστήματα πια (πότε θα πρέπει να βγαίνω στον κόσμο), όταν υπάρχη ανάγκη, και να θελήσω να μη βγω έξω, δεν μπορώ να αντισταθώ, διότι ο Θεός με παρακινεί με την αγάπη Του και με την αγάπη μου προς τον πλησίον».
Ιερομόναχος Ισαάκ
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 396.