Μετά την εύρεση της παλιάς εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου, (*) ο Γέροντας Βησσαρίων Διονυσιάτης μου διηγήθηκε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός:
– Προτού να κτίσω την εκκλησία, κατά την εορτή του Πάσχα, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή, ήμουν στο Μετόχι και με πολλή μου λύπη έπεσα να κοιμηθώ μέσα στην ερημιά. Μακριά από την εκκλησία και τον πανηγυρισμό τέτοιας χαρμόσυνης ημέρας!
Τη νύχτα, αδελφέ μου, ακούω μία καμπάνα και κτυπούσε! Μα πώς να σου την παραστήσω; Μα τι γλυκιά φωνή που είχε! Μα τι μελωδία που έκαμε! Μα τι ευωδία χυνόταν! Ξυπνώ επάνω όρθιος, τρίβω τα μάτια μου, απορώ, μα όνειρο είναι ή αλήθεια; Η καμπάνα τη δουλειά της. Γέμισε η καρδιά μου ευωδία, μα τι να σου πω, πάτερ Λάζαρε. Αχ! ας αισθανθώ ακόμη μία φορά τέτοια ευωδία κι ας πεθάνω. Δεν ήθελες, δεν ήθελες ούτε να φας, ούτε να πιεις, αλλά μόνο ν’ ακροάζεσαι τη μελωδία της καμπάνας και να χορταίνεις από εκείνης την ευωδία που αναδιδόταν.
Σκέπτομαι καλά, πως εδώ στην ερημιά καμπάνα δεν υπάρχει. Τούτο είναι μεγάλο θαύμα! Αποφασίζω να βγω έξω. Ανοίγω την πόρτα του κελλιού μου, προχωρώ.
Αλλά όσο έβγαινα προς τα έξω, η φωνή της καμπάνας λιγόστευε. Ανοίγω την έξω θύρα, βγαίνω στην αυλή, αλλά τίποτε δεν άκουσα πλέον!
Γύρισα στο κελλί μου και δεν το φανέρωσα αυτό σε άλλον. Την άλλη μέρα, εκεί που μιλούσαμε με τον Δημοσθένη, μου λέει: «Γερο-Βησσαρίων, άκουσες απόψε μια καμπάνα που κτυπούσε;»
Εγώ έκανα τον αδιάφορο, τάχα πως δεν άκουσα τίποτε, και τον μάλωνα μάλιστα να μη λέει τέτοια λόγια, μήπως μας πάρουν οι κοσμικοί στην κοροϊδία. Το πιο σπουδαίο είναι ότι την καμπάνα την άκουσε και ο κοσμικός που τον είχαμε ως εργάτη στο Μετόχι μας, στα Μαριανά Χαλκιδικής.
Εμείς τελικά το αποσιωπήσαμε, τάχα πως δεν το ακούσαμε, για να μη διαδοθεί και μας γελούν οι χωριάτες ως ονειροπαρμένους και φαντασιοκόπους.
(*) Τη σχετική διήγηση διαβάστε εδώ:
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 12 (1987), άρθρο: «Διονυσιατικές διηγήσεις Γ’», σελ. 65.
Γλωσσική προσαρμογή για την Κ.Ο.