Ο πατέρας του Γέροντα Παϊσίου, o Πρόδρομος Εζνεπίδης, ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας των Φαράσων, που διατηρούσε την αρχή του χωριού (προεδρία) από πολλές γενεές, διετέλεσε πρόεδρος επί δεκαετίες, επειδή είχε διοικητικό χάρισμα. Ήταν πιστός και ευλαβής. Ευλαβείτο ιδιαίτερα τον όσιο Αρσένιο και τον υπάκουε σε όλα.
Ο Πρόδρομος ήταν καλός τεχνίτης, τα χέρια του έπιαναν από όλα. Εργαζόταν ως γεωργός στα Φάρασα, αλλά είχε και καμίνι που παρήγε σίδηρο. Ήταν ανδρείος, τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Κυρίως όμως ήταν πολύ φιλόπατρις, γενναίος πολεμιστής, άριστος σκοπευτής και ατρόμητος ακρίτας. Έσωσε πολλές φορές το χωριό από τους Τσέτες.
Όταν ως πρόεδρος πήγαινε στα Άδανα για υποθέσεις του χωριού και παρουσιαζόταν στον Κεμάλ, αυτός εκτιμώντας την ανδρεία του, τον χαιρετούσε λέγοντας: «Καλώς το παλληκαράκι, τον Ρωμιό».
Αργότερα στην Ελλάδα, όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, σε προχωρημένη πια ηλικία αλλά με νεανικό ενθουσιασμό, ήθελε να πάη εθελοντής να πολεμήση.
Ήταν δίκαιος, φιλάδελφος και ελεήμων. Όταν η Πολιτεία έδωσε κτήματα για την αποκατάσταση των προσφύγων, ο γερο-Πρόδρομος, ως πρόεδρος και στην Κόνιτσα, τακτοποίησε πρώτα τους άλλους Φαρασιώτες και για την οικογένειά του κράτησε τον χειρότερο κλήρο, τα πιο άγονα χωράφια. Για να τα ξεχερσώση και να τα καθαρίση από τα βάτα, έβαζε φωτιές και από αυτό έπαθαν τα μάτια του.
Η μητέρα του Γέροντα ωνομαζόταν Ευλογία. Καταγόταν από το γένος Φραγκοπούλου και είχε συγγένεια με τον όσιο Αρσένιο. Ήταν συνετή, έξυπνη, εργατική, πολύ ευλαβής, και είχε ανατραφή με τις νουθεσίες του οσίου Αρσενίου. Την χαριτωμένη Ευλογία την πάντρεψαν μικρή, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, με τον Πρόδρομο Εζνεπίδη.
Οι ευλογημένες ψυχές, Πρόδρομος και Ευλογία, απέκτησαν δέκα παιδιά. Τα δύο πρώτα, η Αικατερίνη και η Σωτηρία, πέθαναν μικρά. Όταν ο όσιος Αρσένιος βάπτιζε το τρίτο, είπε να το ονομάσουν Ζωή. Έκτοτε όλα έζησαν. Τα ονόματά τους κατά σειρά ηλικίας είναι: Ζωή, Μαρία, Ραφαήλ, Αμαλία, Χαράλαμπος, Αρσένιος (ο γέροντας Παΐσιος), Χριστίνα και Λουκάς.
Βάπτιση και ξερριζωμός
Στα Φάρασα λοιπόν της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήμερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Γέροντας.
Στην βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονομάσουν Χρήστο, στο όνομα του παππού. Ο όσιος Αρσένιος όμως είπε στην γιαγιά του (Χατζη-Χριστίνα): «Ε, Χατζηαννά, (1) τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνομά μου;». Και στους γονείς είπε: «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;». Και γυρίζοντας στη νουνά (2) της λέγει: «Αρσένιο να πης». Του έδωσε δηλαδή το όνομά του και την ευχή του, και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος, όπως και έγινε.
Το έτος που γεννήθηκε ο Γέροντας έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και ξερριζώθηκαν οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές τους εστίες. Πήρε και η οικογένεια του Γέροντα μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες και τον όσιο Αρσένιο τον δρόμο της πικρής προσφυγιάς.
Στο καράβι μέσα στον συνωστισμό κάποιος πάτησε το βρέφος (Αρσένιο) που κινδύνεψε να πεθάνη. Αλλά ο Θεός κράτησε στην ζωή τον εκλεκτό Του, γιατί έμελλε να γίνη χειραγωγός πολλών ψυχών στην βασιλεία των Ουρανών.
Ο Γέροντας βέβαια από ταπείνωση έλεγε αργότερα: «Αν είχα πεθάνει τότε, που είχα την χάρι του Βαπτίσματος, θα με έρριχναν στην θάλασσα να με φάνε τα ψάρια, και τουλάχιστον θα μου έλεγε “ευχαριστώ” κανένα ψαράκι, και θα πήγαινα στον παράδεισο». (Ήθελε δηλαδή να πη ότι τώρα που έζησε δεν έκανε τίποτε).
Έμειναν για λίγο στον Πειραιά. Έπειτα μεταφέρθηκαν στο κάστρο της Κερκύρας, όπου εκοιμήθη και ετάφη ο όσιος Αρσένιος, σύμφωνα με την πρόρρησή του: «Εγώ θα ζήσω σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σε ένα νησί». Μετακόμισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουμενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα.
Τον νεοφώτιστο Αρσένιο, βρέφος σαράντα ημερών, οι γονείς του τον έφεραν στην μητέρα Ελλάδα, άγνωστο τότε ανάμεσα στα πλήθη των προσφύγων. Αυτόν που μετά από χρόνια θα καταστή γνωστός σε όλο τον κόσμο και θα οδηγήσει πλήθη ανθρώπων στην θεογνωσία. Από τις πρώτες ημέρες γνώρισε τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων. Αργότερα ο ίδιος θα γίνει λιμάνι παρηγοριάς σε χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.
(1) Λέξη τούρκικη, σύνθετη. Προσφώνηση που δείχνει σεβασμό και αγάπη. Σημαίνει: Μητέρα προσκυνήτρια.
(2) Ανάδοχός του ήταν η Αναστασία, σύζυγος του Προδρόμου Κορτσινόγλου, του ψάλτη του οσίου Αρσενίου.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 35.
Η οικογένεια του οσίου Παϊσίου