Ο γέροντας Δανιήλ ή Δημήτριος Δημητριάδης κατά κόσμον, γεννήθηκε το 1844 στη Σμύρνη, την πόλη, που έκλαψε όσο λίγες πολιτείες τον χαμό του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Οι γονείς του ονομάζονταν Σταμάτιος και Μαρία. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γυιούς, τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο και το Δημήτριο, και τρεις κόρες, την Αικατερίνη, την Άννα και την Παρασκευή.
Ανάμεσα στους γυιούς ο Δημήτριος ήταν ο μικρότερος. Για την μητέρα του ξέρουμε πως καταγόταν από το γένος των «Γενναδοπούλων». Οι δε πρόγονοι του πατέρα του προέρχονταν από την Δημητσάνα της Πελοποννήσου.
Ο πατέρας του Σταμάτιος Δημητριάδης ασκούσε το επάγγελμα του οπλοποιού και ο μικρός Δημήτρης πήγαινε κάθε τόσο κοντά του και περιεργαζόταν το εργαστήριό του. Μα περισσότερο σύχναζε σ’ ένα άλλο πνευματικό οπλοποιείο, που ανήκε στον μπάρμπα-Αναστάση.
Απλός άνθρωπος ο μπάρμπα-Αναστάσης, με λίγα γράμματα, αλλά με θερμή πίστη και μεγάλη αρετή, όπλισε το Δημήτρη με τα «όπλα του φωτός». Το κατάστημά του, που έφτιαχνε και πουλούσε σαπούνι, το είχε μετατρέψει σε ασκητική παλαίστρα.
Δεν έλειπαν απ’ εκεί ούτε οι κρεμαστήρες για τις ολονύχτιες προσευχές. Ο κόσμος συνήθιζε να τον λέει «ο σαπουντζής ο άγιος». Και οι νεανικές καρδιές, που τον πλησίαζαν, δέχονταν το λόγο του Ευαγγελίου σαν γη αγαθή. Κάθε Κυριακή μάλιστα έπαιρνε τον όμιλό του και έκαναν εκδρομές στην αγνή φύση, μακριά από την πνικτική ατμόσφαιρα της πόλεως, μελετούσαν, προσεύχονταν, ανέπνεαν το οξυγόνο του Θεού. Δεν μπορούσε ποτέ να λησμονήσει ο γερό-Δανιήλ σ’ όλη του την κατοπινή ζωή τα όσα του προσέφερε ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος.
Ο Δημήτρης διακρινόταν βέβαια για τις ικανότητές του στις σπουδές, που έκανε στην περιώνυμη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Πάντοτε αρίστευε. Τα σχολικά όμως μαθήματα δεν ήσαν ικανά να του τραβήξουν όλο του τον πόθο και την φροντίδα.
Η μεγάλη του αγάπη ήταν άλλη: τα ιερά βιβλία, η Αγία Γραφή, οι Άγιοι Πατέρες. Τα μελετούσε ακατάπαυστα. Οι Νηπτικοί, που ασχολούνται με τα ύψη της πνευματικής ζωής, τον είχαν μαγνητίσει. Και συνέβη κάτι το απίστευτο: Την Φιλοκαλία, που άλλοι στην ηλικία του δεν ξέρουν καλά-καλά αν υπάρχει, αυτός κατόρθωσε να την αποστηθίζει.
Στις σελίδες της ο γυιός του οπλοποιού εύρισκε ακαταγώνιστα όπλα για ν’ αναμετρηθεί με τον εχθρό. Ζώντας, λοιπόν, στο δικό της κλίμα δεν άργησε να ξεφυτρώσει μέσα του σιγά-σιγά ο πόθος της αφιερώσεως. Η ισάγγελη ζωή των μοναχών τον γοήτευσε.
Σκεφτόταν πια να εγκαταλείψει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον κόσμο.
– Αν θέλετε να δείτε αρετή και αγιότητα να πάτε στο Άγιον Όρος, τους έλεγε ο μπάρμπα-Αναστάσης, κάθε φορά που του εξέφραζαν θαυμασμό για την άσκησή του.
Το Άγιον Όρος! Ο Άθως! Μεσ’ στον ορίζοντα της καρδιάς του ο Δημήτρης έβλεπε να αχνοφέγγει το μεγαλείο του το ασκητικό, το βυζαντινό του μεγαλείο. Άραγε να ήταν αυτό το βουνό που τον περίμενε στο μέλλον;
Ένας αγιορείτης Πνευματικός, που έμενε τότε στην Σμύρνη, στο μετόχι της μονής του Χιλιανδαρίου, του είχε πει σχετικά:
– Ανάμεσα σε τόσους νέους, που εξομολογώ, σ’ εσένα μόνο, παιδί μου, διέκρινα αυτόν τον πόθο. Φαίνεται πως είναι θέλημα Κυρίου να γίνεις καλόγερος στο Άγιον Όρος.
Κάθε θεάρεστη επιθυμία όμως δοκιμάζεται. Ήταν φυσικό, λοιπόν, να δοκιμασθεί και μάλιστα σκληρά και του Δημήτρη η επιθυμία, όταν πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του. Τι απροσδόκητος πειρασμός! Τώρα έπρεπε να γίνει αυτός ο προστάτης της οικογενείας. Αναγκάσθηκε τότε να κοιτάξει για λίγο το σπίτι του και ν’ ασχοληθεί με το εμπόριο. Συγχρόνως όμως είχε ιδρύσει ένα σύλλογο από ευσεβείς νέους στους οποίους δίδασκε τις Χριστιανικές αλήθειες και τους ωθούσε στο δρόμο της αρετής. Διψούσε να σκορπίσει και γύρω του τη φλόγα της πίστεως και της θεοσεβείας.
Από το βιβλίο: Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές 4. Δανιήλ Κατουνακιώτης. Έκδοση 11η. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 13.