Γέροντες

Η επίσκεψη του γέρο-Ενώχ

Είχε έρθει απρόοπτα και χωρίς επίσημη υποδοχή στο μοναστήρι, σαν ένας ταπεινός προσκυνητής που μέλημά του ήταν ν’ απολαύσει τη Χάρη του Θεού σ’ όλη τη ζωή του κοινοβίου.

Δεν τον γνωρίζαμε από πριν οι πιο πολλοί, μολονότι είχαμε ακουστά την αρετή του. Όμως δεν χρειάστηκαν συστάσεις πολλές, τον νοιώσαμε αμέσως, μόλις τον είδαμε. Ήταν ένα απ’ τα παιδάκια αυτά που είπε ο Κύριος ότι θα κάνουν δική τους την Ουράνια Βασιλεία. Ρωτήσαμε για τ’ όνομά του κι όταν το μάθαμε, πετάξαμε: Ο γέρο-Ενώχ, ο Ρουμάνος ασκητής από την Καψάλα. Μυστικά το μοναστήρι πανηγύριζε!

Στην εκκλησία στεκόταν ήσυχα στο στασίδι του και την ώρα του προσκυνήματος ήταν όλο μετάνοιες. Το προσωπάκι του έλαμπε. Κρατούσε ένα κομποσκοίνι και το γυρνούσε άρρυθμα. Φορούσε κάτι μπότες δερμάτινες και τριμμένο ράσο και σκούφο. Τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούσαν άσκηση, κόπο, κακοπάθεια.

Σαν βγήκαμε απ’ τον εσπερινό, τα’ χε χαμένα, δεν ήξερε πού είναι τ’ αρχονταρίκι. Και όπως το παιδάκι που δεν μπορεί να προσανατολισθεί, ρωτούσε να μάθει πού είναι το δωμάτιό του. Ήταν τόσο χαριτωμένος, ώστε σου έφτανε μόνο να τον βλέπεις! Κάποιος του είπε ότι είχε τράπεζα εκείνη την ώρα.

«Α! Καλά, καλά», απάντησε με χαμόγελο.

Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος αδελφός τού είπε αστειευόμενος: «Εσύ δεν θα φας στην τράπεζα!» Και εκείνος, το ίδιο αθώα και απλά πρόφερε: «Ακόμα καλύτερα!»

Πάντως έφαγε κι αυτός στην τράπεζα μ’ όλους τους πατέρες και γεμάτος χαρά μετά το δείπνο, έπαιρνε την ευχή του Γέροντα, αποσυρόμενος στο κελί του.

Τον ξαναείδαμε εκεί την επόμενη μέρα όταν μάθαμε ότι είχε αδιαθετήσει λιγάκι. Η βροχή κι η ξαφνική αλλαγή του καιρού είχαν, ως φαίνεται, επιδράσει δυσμενώς στη γέρικη κράση του και αναγκάστηκε να ξαπλώνει με λίγο πονοκέφαλο στο κρεβάτι. Ήταν ευλογία Θεού, για να πάρουμε την ευχή του και μερικά φιλοδωρήματα της αγιότητός του.

Τον ρωτήσαμε να μας πει τι βασικό να προσέξουμε στη ζωή μας.

«Ο άντρωπο», μας ψιθύρισε με τα μισοσπασμένα Ελληνικά του «δεν πρέπει να ζητάει ντόξα. Όταν είναι με ντόξα ο άντρωπο, είναι σαν να θέλει να κερδίσει κι αυτό τον κόσμο και τον ουρανό. Αυτό δεν γίνεται… Βέβαια!»

Όταν του φέρνανε λίγο φαγητό ή τίποτ’ άλλο, ξεσπούσε στις ευχαριστίες και κοίταζε πώς να δείξει την ευγνωμοσύνη του στους διακονητές του:

«A! Ήρθες! Έλα, έλα μέσα να πούμε τίποτα. Θεός σχωρέσοι σε, Θεός σχωρέσοι σε!»

«Γέρο-Ενώχ» τον ρωτούσε κάποιος, «πές μας κάτι προς ωφέλειαν!»

«Τι να πούμε!», έλεγε. «Να! ο μοναχός πρέπει να ‘ναι ταπεινός. Να μην πηγαίνει ψηλά αλλά χαμηλά. Με ταπείνωση σώζεται εύκολα… Απλός μοναχός και ταπεινός εύκολα σώζεται. Ο παπάς; Ωχ, ωχ, ωχ! Διπλό βάρος, δύσκολα. Λίγοι, πολύ λίγοι καλοί παπάδες. Γιατί να θέλεις αξιώματα; Δεν θέλεις σώσεις ψυχή σου; Αφού ήρθες Άγιο Όρος για σώσει ψυχή σου, και πάλι θέλεις δόξα, υπερηφάνεια, δόξα των ανθρώπων; Όχι! Να είσαι απλός, ταπεινός. Εγώ θέλω σώσει ψυχή μου. Δεν υπάρχει πιο καλό πράγμα από να σώσει ο άνθρωπος την ψυχή του… Εγώ ήρθα Άγιο Όρος για να σώσω ψυχή μου. Επειδή διάβασα ότι περβόλι Παναγίας Άγιο Όρος, και είπα εκεί εύκολα σώζεται ο άνθρωπος. Και ήρθα, το 1925. Τώρα είμαι 80 χρονών. Τι περιμένω τώρα; Τάφο!… Όλοι θα πεθάνουμε. Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε στον κόσμο αυτό!»

Μιλούσες άνετα μαζί του, μολονότι ένοιωθες δέος που έβλεπες έναν άγιο του Θεού. Είχες την ανάπαυση στην καρδιά σου ότι δεν πειράζεται με την αμαρτωλότητά σου, γιατί εκείνος στα σίγουρα θεωρούσε τον εαυτό του πιο ελεεινό από σένα. Κι έτσι σε σεβόταν πιο πολύ, σε τιμούσε κι έδειχνε όλη την αγάπη του σε σένα που δεν τ’ άξιζες. Τον αισθανόσουν τόσο απονήρευτο, άκακο, έτοιμο να σου δοθεί με υπακοή σ’ ό,τι κατά Θεόν του ζητούσες! Στεκόταν δίπλα σου όχι σαν ανώτερός σου να σου κάνει μάθημα ή να σε εντυπωσιάσει με την πείρα του, αλλά με το μειδίαμα το γλυκό, το ουράνιο, αυτό το μειδίαμα τ’ αγγελικό που βρίσκεις στ’ αγιασμένα γεροντάκια του Άθωνα, σου μιλούσε φιλικά όπως μ’ αγάπη και στοργή ο παππούς διηγείται στο εγγονάκι του ιστορίες για βασιλιάδες!

Όταν ρωτήθηκε για την ευχή, με λίγα λόγια είπε: «Η ευχή πρέπει να είναι συνέχεια στο μοναχό. Αυτή θα μας σώσει, τίποτ’ άλλο». Και παίρνοντας μια ανάσα, πρόσθεσε: «Βέβαια!»

Πολλές φορές έλεγε κι άλλα δικά του πράγματα και δεν απαντούσε κατ’ ευθείαν σ’ ό,τι τον ρωτούσες. Ωστόσο μέσα σ’ αυτά που έλεγε, που αν τα ‘λεγε κανείς άλλος θα ‘ταν μάλλον βαρετά, ‘κει που δεν τον περίμενες σου έδινε την απάντηση που ήθελες. Κι αναπαυόσουν πολύ να συζητάς με τον πτωχό αυτόν τω πνεύματι καλόγερο!

Μ’ απλότητα και χάρη μας είπε και το εξής:

«Η Παναγία είπε στον Υιόν της: Απόστολοι έδωσες μερτικό, εγώ δεν έχει μερτικό; Και ο Ιησούς Χριστός είπε: Έχεις, να το Άγιο Όρος. Κι έτσι απ’ όλο τον κόσμο μόνο το Άγιο Όρος είναι της Παναγίας. Κι όποιος έρχεται μ’ αγάπη για την Παναγία και με φόβο για τη σωτηρία της ψυχής του, ελπίζει στην Παναγία, σώζεται και είναι καλά Δευτέρα Παρουσία!»

Μιλούσε πολύ για τον θάνατο και τη μέλλουσα κρίση, δείγμα κι αυτό της ωριμότητός του και της εν επιγνώσει ζωής του:

«Από ‘δω, τη γη, ως ουρανό είναι 24 τελώνες. Μόνο δαίμονες. Και σταματούν όλους τους ανθρώπους που πεθαίνουν. Μόνο στους Χριστιανούς Ορθόδοξους γίνεται αυτό. Μόνο αυτούς κοσκινίζουν οι δαίμονες. Όλοι οι άλλοι πάνε έτσι κουτουρού και χάνονται…» Και συνεχίζει: «Όλοι οι άγγελοι είναι ταπεινοί και οι δαίμονες υπερήφανοι… Ο κόσμος αυτός είναι παγίδα. Οι δαίμονες θέλουν να μας πιάσουν μέσα και να μη σωθούμε Δευτέρα Παρουσία!»

Σ’ έναν αδελφό δόκιμο μοναχό, που ζητούσε την ευχή του, έλεγε:

«Πολλοί θέλουν να γίνουν καλόγεροι και δεν τους αφήνουν οι δικοί τους. Αυτούς (τους γονείς) τους βάζει ο σατανάς, γιατί μισεί πολύ τους μοναχούς. Επειδή οι μοναχοί θα πάρουν τη θέση των αγγέλων που έπεσαν απ’ τον Παράδεισο, Δευτέρα Παρουσία… Εσύ γίνεις καλόγερος; Ωραία! Βάστα, βάστα! Να μη γίνεις πάλι κοσμικός μετά, να μη γίνεις ψεύτης μπροστά στο Χριστό, Δευτέρα Παρουσία… Ο Θεός να σ’ ευλογήσει!»

Δε θέλαμε να φύγουμε από κοντά του. Τον είχαμε αγαπήσει πριν τον καλογνωρίσουμε. Και τώρα που τον γνωρίσαμε, είδαμε ότι αυτός μας αγαπούσε από πιο πριν, αγαπούσε όλο τον κόσμο. Και με λύπη τον αφήναμε.

Κάναμε να πάρουμε ευχή, να του φιλήσουμε το χέρι. Το μισοτράβηξε, αλλά στην επιμονή μας τ’ άφησε και τ’ ασπασθήκαμε. «Δεν πειράζει», έλεγε, εννοώντας να μη του φιλούμε το χέρι, «εγώ είμαι απλός μοναχός… Να μας ελεήσει ο Θεός κι η Παναγία. Να εύχεσθε… Αμήν!»

Την άλλη μέρα καλύτερα στην υγεία του, έφυγε απ’ το μοναστήρι, το ίδιο ήσυχα κι αφανώς όπως ήρθε.

Μας παρηγόρησε! Αυτή ήταν άλλωστε η αποστολή του, να παρηγορεί, η αποστολή των αγίων!

Ήταν τα τέλη του Αυγούστου του ’78. Ύστερα από ένα περίπου χρόνο ο ευλογημένος γέρο-Ενώχ άφηνε το ταλαιπωρημένο ασκητικό σώμα του στ’ αγιασμένα χώματα του περιβολιού της Παναγίας μας, που τόσο πόθησε κι αγάπησε. Κι η παρηγοριά μας τώρα είναι πιο μεγάλη…!

Όσιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών!

 

Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980), άρθρο: «Παρηγορία. Η επίσκεψη του μακαριστού γέρο-Ενώχ στο Μοναστήρι μας», σελ. 61.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η επίσκεψη του γέρο-Ενώχ

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.