Το φθινόπωρο του έτους 1909 μπήκε στην αυλή του μοναστηριού Νεάμτς ένα κοπάδι από 350 πρόβατα, καθοδηγούμενα από δύο νεαρούς, ξένους και άγνωστους στα μέρη της Μολδαβίας.
Ήταν οι κατά σάρκα αδελφοί Ιωάννης και Χαράλαμπος Παβαλούκα από την κοινότητα Μπρέτσκου-Τρέϊ Σκάουνε. Ήταν δύο παιδιά της Τρανσυλβανίας, πιστά και ενάρετα, τα οποία φλεγόμενα από την αγάπη του Χριστού πέρασαν με το κοπάδι τους τα Καρπάθια Όρη, για να μην επιστρέψουν ποτέ πάλι στο χωριό τους. Έρχονταν να κοινοβιάσουν με την περιουσία τους στο μοναστήρι Νεάμτς.
Ντυμένοι με λευκά ενδύματα από λινό, με γελέκια και κάπες στις πλάτες, με το βιβλίο του Ψαλτηρίου στο ταγάρι τους, ζωσμένοι με το σελάχι τους, φορώντας από ένα ξύλινο μεγάλο σταυρό και με το ραβδί τους στο χέρι, ακολουθούσαν το κοπάδι τους διαβάζοντας ταυτόχρονα και τους Ψαλμούς. Έφτασαν, μετά από πορεία τριών εβδομάδων, στην ακρόπολη του ρουμανικού μοναχισμού, τη μονή Νεάμτς, αποφασισμένοι να γίνουν στρατιώτες του Χριστού.
Ο ηγούμενος τους έθεσε υπό την πνευματική επιστασία ενός Πνευματικού της Μονής. Σ’ αυτόν εξομολογήθηκαν και έλαβαν τα άχραντα Μυστήρια. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες επέδειξαν ασυνήθιστο ζήλο στις μοναχικές τους ασκήσεις, πράγμα το οποίο θαύμαζαν και οι άλλοι μοναχοί. Είχαν από τον κόσμο την εξής ασκητική τάξη: Διάβαζαν το Ψαλτήριο καθημερινώς, έτρωγαν μία φορά την ημέρα, έκαναν πολλές μετάνοιες, προσεύχονταν πολύ και έκαναν υπακοή στον Πνευματικό τους με αγάπη και ταπείνωση.
Βλέποντας τον ζήλο τους ο ηγούμενος, τους κούρευσε μοναχούς δίνοντας στον Ιωάννη το όνομα Αθανάσιος και στον Χαράλαμπο το όνομα Κύριλλος. Δύο ονόματα μεγάλων πατριαρχών αγίων σε δύο κατά σάρκα αδελφούς, αληθινούς μοναχούς. Από τότε οι δύο νέοι μοναχοί αύξησαν τους μοναχικούς τους κόπους, τις μετάνοιες, τις νηστείες και έφθασαν στο μέτρο του πληρώματος των αρετών του Χριστού.
Άσβεστη πνευματική λαμπάδα στη ζωή τους ήταν και ο αξιομακάριστος Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, (*) διότι με τους λόγους και το παράδειγμά του τους είχε διδάξει την απόκτηση των θείων αρετών. Και εκείνοι τον ακολουθούσαν στο ασκητικό πρόγραμμά του. Περπατούσαν ξυπόλυτοι, χειμώνα-καλοκαίρι, ξεσκούφωτοι και προσευχόμενοι με το Ψαλτήρι και την ευχή του Ιησού.
Πρέπει εδώ να ομολογήσουμε ότι οι δύο αυτοί αδελφοί ήταν οι πιο πιστοί μαθητές τού θαυμαστού Γέρο-Γεωργίου. Με τις ευλογίες και τις συμβουλές του έφυγαν από τον κόσμο και ξεκίνησαν για το μοναστήρι να γίνουν μοναχοί. Και ο Γέρο-Γεώργιος τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο τους επισκεπτόταν στο Μοναστήρι τους και μιλούσε μαζί τους για πνευματικά θέματα.
Σαν διακόνημα ο ηγούμενος τους έδωσε να ποιμαίνουν τα πρόβατά τους, εφόσον ήταν παλαιότερα και δικά τους και γνώριζαν να τα περιποιούνται. Όμως σύμφωνα με τις άγνωστες βουλές του Θεού, οι δύο αυτοί αδελφοί μοναχοί χωρίστηκαν. Με ποιο τρόπο; Βλέποντας ο Ηγούμενος ότι ο μοναχός Αθανάσιος ήταν περισσότερο εραστής της ησυχίας και θεωρητικός, τον άφησε να ποιμαίνει τα πρόβατα στις ερημιές των δασών για να μπορεί να προσεύχεται. Ενώ τον μοναχό Κύριλλο τον κράτησε στο μοναστήρι, τον χειροτόνησε ιερέα και του ανέθεσε την ηγουμενία στη σκήτη Τσιμπουκάνι.
Από εκεί μετά από λίγο καιρό ο π. Κύριλλος πήγε στο Άγιον Όρος, όπου έκτισε δικό του κελί, απέκτησε συνοδεία μοναχών και έγινε και εκεί πνευματικός καθοδηγητής ψυχών. Επειδή οι ψυχές των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού, ο Δεσπότης της κτίσεως αποφάσισε να καλέσει κοντά του πρόωρα τον π. Κύριλλο. Ήταν εκ φύσεως ασθενικός. Αρρώστησε και πέθανε το 1930.
Ο π. Αθανάσιος παρέμεινε τσοπάνης των προβάτων μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέρασαν πενήντα περίπου χρόνια από τότε που μπήκε στο Μοναστήρι ο π. Αθανάσιος και δεν γόγγυσε που έκανε αυτό το ταπεινό και δύσκολο διακόνημα του τσοπάνη. Ζούσε κάθε ημέρα και νύκτα κοντά στο κοπάδι, μακριά από τις ωραίες εκκλησιαστικές ακολουθίες, από την ιδιαίτερη ευλογία της καθημερινής θείας Λειτουργίας, από την παρηγοριά του ζεστού κελιού του, από το πρόγραμμα της Μονής. Επί πενήντα χρόνια υπέφερε το ψύχος και τα χιόνια, τους δυνατούς ανέμους, τον πόλεμο με τους λογισμούς, με την πείνα, με τον ύπνο… Και άντεξε σ’ όλες αυτές τις περιπέτειες της μοναχικής του κλήσεως σαν άξιος στρατιώτης του Χριστού και νίκησε τον διάβολο.
Ποτέ δεν τον άκουσαν οι αδελφοί να γογγύζει, να γκρινιάζει, να οργίζεται ή να φλυαρεί. Κανείς δεν τον είδε να λέει ότι είναι ασθενής ή να ζητά χρήματα, ρούχα, καλύτερες τροφές ή άλλα αναγκαία. Υπέμενε τα πάντα, όσο κανένας άλλος, διότι είχε αφεθεί παντοτινά στο έλεος και το θέλημα του Θεού. Και όλα αυτά, διότι είχε βρει ο π. Αθανάσιος τις ανεκλάλητες παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος μέσα στα βουνά και τα δάση, ανάμεσα στα άκακα πρόβατα της Μονής.
Η ιδιαίτερη άσκηση του π. Αθανασίου, την οποία κρατούσε κι από τον κόσμο, ήταν ότι έτρωγε μία φορά την ημέρα, στις 3 το απόγευμα. Το φαγητό του ήταν νηστήσιμο. Ψωμί, λαχανικά και φρούτα. Αυτή την τάξη την κρατούσε ακόμη και τις Κυριακές και τις εορτές, με την διαφορά ότι γευόταν επιπλέον λίγο τυρί ή γάλα.
Μία άλλη άσκηση του π. Αθανασίου ήταν ότι ουδέποτε ξάπλωνε στο πλευρό, ούτε στο κρεβάτι, ούτε στο πάτωμα, αλλά από τη νεότητά του, συνηθισμένος από τον δάσκαλό του Γέρο-Γεώργιο, αναπαυόταν καθισμένος σ’ ένα μικρό σκαμνί που το είχε φτιάξει με τα χέρια του.
Άλλη άσκησή του ήταν ότι περπατούσε ξυπόλυτος και ξεσκούφωτος επί τριάντα χρόνια αψηφώντας την παγωνιά του χειμώνα και τον καύσωνα του καλοκαιριού, τις βροχές, τα χιόνια, τις πέτρες και τα αγκάθια. Και τούτο, για να μιμηθεί τον δάσκαλό του, τον Γέρο-Γεώργιο.
Για κάποιο διάστημα Πνευματικός του ήταν ο αρχιμανδρίτης π. Ιωαννίκιος Μορόι, ο οποίος τον διέταξε, για να τον ταπεινώσει, να φορεί τσαρούχια, χωρίς κάλτσες. Και εκείνος του έκανε υπακοή. Το κεφάλι του όμως το είχε ακάλυπτο μέχρι τον θάνατό του. Και παρότι ήταν φαλακρός, τον έβλεπαν όλοι με πόση καρτερία υπέμενε τον καύσωνα και το ψύχος, χωρίς να αλλάζει το τυπικό του.
Το φθινόπωρο του έτους 1955 αρρώστησε, μετά από 46 χρόνια σκληρής υπακοής και βαθιάς ταπεινώσεως στη Μονή. Του πρότειναν να τον πάνε στο νοσοκομείο. Δεν δέχθηκε. Παρέμεινε μέχρι τέλους στο μικρό κελάκι του, όπου τίποτε το ανθρώπινο δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει. Όλα τα αντικείμενα ήταν μία στενή σανίδα δήθεν για κρεβάτι, χωρίς προσκέφαλο και κουβέρτα, και ένα μικρό τραπεζάκι, όπου τις νύκτες διάβαζε το αγαπημένο Ψαλτήρι του. Κι όμως δεν παραπονιόταν, δεν ζητούσε καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως, δεν γόγγυζε για το κρύο και τον παγετό. Εκεί παρέμεινε μέχρι την τελευταία ώρα της ζωής του, την οποία και περίμενε με ελπίδα και χαρά.
Προγνώρισε τον θάνατό του, γι’ αυτό και προετοιμάστηκε. Ζήτησε και κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια. Τυλίχθηκε μόνος του με μια παλιά κουβέρτα, πήρε το Ψαλτήριο δίπλα του, τον σταυρό στο χέρι και περίμενε τον Νυμφίο Χριστό.
Με μια βαθιά αναπνοή ο πατήρ Αθανάσιος αναχώρησε… Ήταν η 9η Οκτωβρίου 1955. Σήμερα αναπαύεται στο κοιμητήριο της μονής Νεάμτς προσδοκώντας την κοινή ανάσταση και την αιώνια ανάπαυση.
(*) Ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ (1846-1916), μεγάλος λαϊκός ασκητής της Ρουμανίας, ανακηρύχθηκε άγιος από το Πατριαρχείο Ρουμανίας στις 25 Μαρτίου 2018, με την επωνυμία: άγιος Γέρο-Γεώργιος ο προσκυνητής.
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).
Η αυταπάρνηση των Ρουμάνων μοναχών Αθανάσιου και Κύριλλου Παβαλούκα
Οι Ρουμάνοι μοναχοί Αθανάσιος και Κύριλλος Παβαλούκα