Ήρθα εδώ στο Μοναστήρι όχι για να υψηλοφρονώ. Ο ίδιος ο Χριστός μας που είναι Θεός, ταπεινώθηκε πιο κάτω κι από τον τελευταίο άνθρωπο. Δεν ξέρω ψαλμωδίες. Προσευχή μόνο (κάνω) μέσ’ από την καρδιά μου αυθόρμητα, με πίστη. Παρακαλώ τον Όσιο: «Όσιέ μου, όποιοι πατούν το πόδι στην Μονή μας, να τους δίνης το αίτημά τους». Έχω χαρά που ο Θεός με έταξε εδώ, να προσφέρω ό,τι μπορώ στους αδελφούς μου. Ένα λόγο ενισχυτικό, τα πνευματικά, δηλαδή την προσευχή, την Λειτουργία μας, την ελεημοσύνη, την διακονία. Ο Κύριος μου τα δίνει εκατονταπλάσια.
Την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι στις 2 η ώρα πέρασε μια δαιμονισμένη από δω, από την Κήρυνθο (ήταν), και φώναζε: «Θέλω τον Ιάκωβο». Ξέρω τι κάνει ο Σατανάς, εγώ τις γνωρίζω τις παγίδες του διαβόλου. «Θέλω τον Ιάκωβο, τον καλόγερο, να με διαβάση ο καλόγερος, ο Ιάκωβος και θα γίνω καλά. Θα με διώξη, θα με διώξη ο Ιάκωβος». Λοιπόν, οι πατέρες κρύφθηκαν, κλειδωθήκαν μέσα να μην ακούνε. Τρομοκρατία μ’ αυτόν τον φόβο. Λοιπόν δεν με νοιάζει για μένα, τις ξέρω τις παγίδες του διαβόλου. Λοιπόν (την επομένη) το πρωί στην Εκκλησία, πήρα το Σταυρό την σταύρωσα «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν», νόμιζα πως θ’ ακούσω φωνές και λαχτάρες, τίποτα. Μετά την σταύρωσα με την αγία Κάρα, την διάβασα, ηρέμησε και έφυγε.
Ήρθε ένας φαρμακοποιός Νικόλαος, με την γυναίκα του. Μου είπε η γυναίκα του: «Δεν έχουμε παιδιά, αλλά ο άντρας μου δίνει φάρμακα χωρίς να παίρνη λεφτά. Του λέω ότι θα κλείση το φαρμακείο μας. “Ευλογεί ο Θεός”, μου λέει. Μόνο, π. Ιάκωβε, που δεν βαφτίστηκε».
Του είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστή, το λέει το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εις πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», αλλοιώς δεν έχουμε ζωήν αιώνιον. Και μου λέει:
– Τι με κωλύει να με βαπτίσετε; Νερό έχετε, βάλτε μια κολυμβήθρα, πέστε τα γράμματα!
Τον έστειλα με έναν ευλαβή γνωστό μου στον Δεσπότη της περιοχής του, για να τον αναθέση σε κάποιον Ιεροκήρυκα, πατέρα της Εκκλησίας, να τον κατηχήση και μετά, αν θέλη ο άνθρωπος να βαπτιστή, να τον βαπτίσωμε.
Πήγαν στον Δεσπότη, τον έστειλε σε έναν Ιεροκήρυκα και μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ο Δεσπότης ένα έγγραφο, με την άδειά του να τον βαπτίσουμε.
Ήταν της Πεντηκοστής που θα τον βαπτίζαμε. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας ήρθε ένα παιδάκι 10 ετών και μου λέει ότι ο Νικόλαος έφυγε. Άφησε την γυναίκα του στο Μοναστήρι που ήταν και είχε φτάσει ήδη στον Αγιόκαμπο.
(Αμέσως προσευχήθηκα): «Παναγία μου! Εγώ χάρηκα που θα βαπτιστή και θα γίνη Χριστιανός. Παναγία μου! βάλε το χέρι σου. Σκέπασέ τον με την σκέπη σου την αγία, το άγιό σου μαφόριο και γύρισέ τον πίσω. Άγιέ μου Δαυΐδ! εμείς κάναμε τόσα για τον άνθρωπο αυτόν…».
Ξαφνικά, σε ένα τέταρτο, τον βλέπω στο Ιερό μέσα, βάζει μια μετάνοια:
– Σε ζητώ συγγνώμη, πάτερ μου. Σηκώνει το στιχάρι και φιλάει τα πόδια μου…
– Τι κάνεις τώρα και με φιλάς τα πόδια και θα σκανδαλιστούν και οι άλλοι!
– Σας ζητώ συγγνώμη που έφυγα. Με πείραξε ο διάβολος. Μου έλεγε: «Θα σε βάλουν κάτω από τον πολυέλεο, θα σε ξεντύσουν, θα σε βλέπη ο κόσμος. Τριακόσια άτομα θα σε βλέπουν γυμνό!».
– Ποιος, παιδί μου, σου είπε ότι θα σε βλέπωμε γυμνό;
– Ο διάβολος!… Αφού πήγα στον Αγιόκαμπο, βλέπω μια σκοτεινιά μπροστά μου, ένα εμπόδιο και λέω: «Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανένας παπάς, δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία να μπω μέσα να βοηθήση να πάω πίσω στον όσιο Δαυΐδ; Έστω και ένας κοσμικός να μου πη να γυρίσω! Πού βρίσκομαι!…». Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να μου λέη: «Νικόλαε, γύρισε σύντομα στον Όσιο Δαυΐδ, να πας να βαπτιστής». Βλέπω μια σκια σαν καλόγερο. (Σκέφθηκα): «Πώς να πάω να αντικρύσω τον π. Ιάκωβο μετά από αυτό που έκανα;». (Τελικά επέστρεψα).
Τον καθησύχασα και του είπα ότι δεν θα τον βαφτίσουμε στην μεγάλη εκκλησία και ούτε θα είναι τελείως γυμνός. Έτσι και έγινε και ήμασταν τρεις ιερείς, η γυναίκα του και ο νουνός, στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.
Μετά την βάπτιση ευωδίαζε το εκκλησάκι για 15 μέρες. Ο άνθρωπος συνεχίζει να κάνη τις ελεημοσύνες του, αλλά τώρα μεταλαμβάνει και είναι μέσα στην Εκκλησία.
Εγώ από παιδί πηγαίνω στο νεκροταφείο κάθε μέρα και σκέφτομαι τον θάνατο.
Πεθάναν όλοι οι συγγενείς μου. Λοιπόν, μια θεία μου την μνημονεύω. Είδα και την θεία και μου λέει:
– Άαχ! ανηψιέ μου Ιάκωβε, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που μου στέλνεις. Πολλά μου στέλνεις, αλλά ξέρεις έχει κι άλλους ανθρώπους που δυστυχούν και πεινούν και δεν έχουν κανέναν στον κόσμο να τους σκεφθή, να τους νοιαστή.
Γι’ αυτό κάνουμε τα Ψυχοσάββατα, είναι για όλους τους Χριστιανούς. Και της λέγω:
– Πού να ξέρω εγώ ποιος έχει ανάγκη;
– Ξέρεις εσύ, μου λέει, τι πείνα έχουν, να τους στέλνης όπως στέλνεις εμένα, να στείλης και σε άλλους που έχουν ανάγκη και ό,τι στερούνται, διότι έχουν ανάγκη της προσευχής και ανάγκη έχουν της θείας Λειτουγίας.
Όλα καλά (είναι) και οι ελεημοσύνες και οι Παρακλήσεις, αλλά ιδιαιτέρως (βοηθά) η θεία Λειτουργία.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Α’. Διηγήσεις (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.