Ήμουν κάποτε στο κελλάκι του Γέροντα Πορφυρίου και μου έλεγε για την ζωή του στα Καυσοκαλύβια, για τον γερο-Δημά, για το πώς πήρε την Χάρη: «Όλα ήταν όμορφα, χαρούμενα. Δεν περπατούσα, πετούσα! Καταλάβαινα τα πάντα. Άνοιξαν τα μάτια μου, ο κόσμος όλος της ψυχής μου. Καταλάβαινα τα πουλιά, τα δέντρα, τους βράχους. Ω!, αυτοί οι βράχοι και τι δεν μου έλεγαν! Μου μαρτυρούσαν τους αγώνες, τα δάκρυα, την αγιότητα. Ώρες καθόμουνα και άκουγα τις συναυλίες των πουλιών. Σαν τρελλός ήμουν από χαρά. Εκείνη την φορά είχα πάει βαθειά στο δάσος, καθόμουν σ’ ένα βράχο κι έλεγα την ευχή, όταν μέσα στην σιγή άκουσα ένα αηδονάκι να κελαηδή τόσο όμορφα! Αχ, να έβλεπες με πόσο δόσιμο, με τι λατρεία υμνούσε στην αφάνεια τον Δημιουργό του!».
Εκείνη την ώρα που έλεγε αυτά μπαίνει ένα αηδονάκι από την μεγάλη ανοιχτή πόρτα της βεράντας και χώθηκε μέσα στα γένεια του!
– Βρε, καλώς το, βρε, καλώς το (και το χάϊδευε). Πού το ‘ξερες ότι για σας λέγαμε τώρα; (συνέχισε να το χαϊδεύη). Άντε φτάνει, φτάνει τώρα.
Το ξέμπλεξε από τα γένεια του, το έβαλε στην παλάμη του και το αηδονάκι πέταξε κι έφυγε.
Είχαμε πάει στον Γέροντα Πορφύριο και μιλούσαμε για την ψαλτική. Μου έλεγε πόσο του αρέσει, πόσο τον ξεκουράζει. Ξαφνικά σταμάτησε να μιλάη για λίγο ήταν ακίνητος, σιωπηλός.
Μόλις συνήλθε με έκδηλη αγωνία, μου λέει: «Χτύπα το κουδούνι, χτύπα το κουδούνι!» (Οι αδελφές της Μονής εκεί ξέρανε ότι, όταν χτυπάει το κουδούνι, κάτι θέλει ο Γέροντας). Έρχεται μία αδελφή και της λέει: «Κάπου γίνεται πόλεμος, κάπου υπάρχει φωτιά. Βάλε γρήγορα το ράδιο να ακούσης τι γίνεται!»
Σε λίγη ώρα έρχεται η αδελφή και λέει: «Γέροντα, γίνεται πόλεμος στο Ιράκ. Οι Αμερικανοί τους βομβαρδίζουν». Ο Παππούλης το είχε δη.
Άλλη φορά μόλις μπήκα στο κελλάκι του Αγίου, μου λέει: «Καλώς την. Κάνε, σε παρακαλώ, προσευχή και μην μου μιλάς, γιατί έχουν εκλογές στην Γιουγκοσλαβία σε λίγο. Θα ψηφίσουν καινούργιο Πατριάρχη. Μακάρι να βγάλουν τον Παύλο. Κάνε, σε παρακαλώ, κι εσύ προσευχή».
Κάναμε εν σιωπή προσευχή. Σε λίγη ώρα παίρνει ο Δεσπότης Αθανάσιος Γιέφτιτς τηλέφωνο, για να ενημερώση τον Παππούλη ότι έχουν εκλογές και να τον ρωτήση ποιον να ψηφίσουν. Και ο Παππούλης του απαντά: «Ρωτάς, Αθανάσιε, ποιον να ψηφίσετε; Τον Παύλο να ψηφίσετε!»
Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίσαμε την προσευχή, ώσπου μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο, ο Δεσπότης Αθανάσιος ξαναπήρε τηλέφωνο για να πη: «Γέροντα, με την ευχή σας, παμψηφεί βγήκε ο Παύλος!»
Είχαμε επισκεφθεί τον Γέροντα Πορφύριο. Μόλις φθάσαμε στην αυλή του Μοναστηριού και κλείναμε το αυτοκίνητο για να ανεβούμε επάνω, έφθασε η αδελφή Κασσιανή (τότε Εμμανουέλα) με την ψυχή στο στόμα. Με πολλή αγωνία, μου είπε ότι στον δρόμο διαπίστωσε ότι της είχε τελειώσει η βενζίνη. «Από τον Άγιο Στέφανο, Γερόντισσα, μέχρι εδώ ήρθα χωρίς βενζίνη! Με το “Δι’ ευχών του Γέροντα, Χριστέ μου, βοήθα με”, έφτασα! Αλλά τώρα πώς θα γυρίσω πίσω;». Της είπα να τρέξη στον Παππούλη να του το πη.
Ανεβαίνει επάνω, παίρνει ευχή, του λέει τα καθέκαστα. Ο Παππούλης χαμογελούσε. Την σταύρωσε, σταύρωσε από μακρυά και το αυτοκίνητο και της έδωσε ένα μεγάλο σφουγγάρι που κρατούσε, λέγοντας: «Τώρα τρέξε κάτω να σκουπίσης το αυτοκίνητο”. Εκείνη δεν κατάλαβε, έκανε όμως υπακοή. Κατέβηκε κάτω και κοίταζε γύρω-γύρω το αυτοκίνητο να δη τι να σκουπίση. Κι όταν πήγε στο μέρος που είναι το πορτάκι της βενζίνης, είδε να χύνεται απ’ έξω η βενζίνη! Το αυτοκίνητο ήταν τόσο γεμάτο από βενζίνη που έτρεχε έξω! Η αδελφή Κασσιανή συγκλονισμένη με φώναξε και είδα με τα μάτια μου το θαύμα!
Ήταν η εορτή του αγίου Στυλιανού και πήρε τηλέφωνο ο μακαριστός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Διόδωρος για να ευχηθή. Στο τηλέφωνο, μου είπε ότι στέλνει με κάποιον ένα δέμα για το Μοναστήρι και, επειδή οι Εβραίοι άλλαξαν τα δρομολόγια, θα ερχόταν κατά τις 9.00′.
Ο άνθρωπος έφερε το δέμα, το ακουμπήσαμε στο γραφείο κι εγώ τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα. Μία αδελφή, για να μην κουραστώ, πήρε ένα ψαλίδι κι άρχισε να κόβη το σχοινί και να βγάζη τα εξωτερικά χαρτόνια του δέματος. Την στιγμή που επέστρεψα στο γραφείο, ήταν ακριβώς η στιγμή που τραβώντας κάποιο χαρτόνι δεν πρόσεξε και το δέμα έπεσε κάτω! Μέσα στο δέμα ήταν ένα κομπιούτερ. Ταυτόχρονα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σηκώνω, ήταν ο Γέροντας Πορφύριος:
– Έλα, πες μου, τι κάνετε; Τι κάνει το παπαγαλάκι;
Ο Παππούλης είχε υποδείξει σε ένα πνευματικό του παιδί να μας φέρη ένα παπαγαλάκι κι εκείνος μας το χάρισε. Εκείνη την ώρα όμως, επειδή μέσα μου είχα στεναχωρεθή που από απροσεξία της αδελφής το δέμα έπεσε κάτω κι έσπασε, είπα στον Γέροντα:
– Γέροντα, δεν έχω χρόνο για το παπαγαλάκι.
– Έλα, μωρέ, δεν λες ότι στεναχωρέθηκες που έσπασε η αδελφή το κομπιούτερ του Πατριάρχη, σου φταίει το παπαγαλάκι!
Μαρτυρία Γερόντισσας Στυλιανής, Ι. Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού Πεντέλης)
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.