Γέροντες

Δυο κορίτσια χαμένα στο δάσος

 Ήμουν φοιτήτρια στο πρώτο έτος τεχνικών σχολών. Δεν είχα ακόμη αρκετό κουράγιο να πάω για εξομολόγηση στον π. Σοφιανό, όπως δεν θα μπορούσα να πλησιάσω ένα πολύ δυνατό φως, διότι, πίστευα, ότι θα χάσω το φως των ματιών μου. Τρεις μήνες τριγυρνούσα γύρω και μέσα στο μοναστήρι, μέχρις ότου γονάτισα κάτω από το επιτραχήλιό του. Αυτή την περίοδο συνέχιζα να πηγαίνω στον Γέροντα Παΐσιο (Ολάρου). Ο δρόμος για τη Σύχλα ήταν πολύ μακρύς. Έκαμα στάση στην πόλη Πιάτρα του νομού Νεάμτς κι έμενα σε μια ευσεβή οικογένεια. Είχαν δύο παιδιά και τέσσερα κορίτσια (τα κορίτσια είχαν πάει όλα για μοναχές στο μοναστήρι). Εγώ είχα προσκολληθεί περισσότερο στη Μαριάνα (τώρα μοναχή Ελπίδα). Τότε ήταν τελειόφοιτη μαθήτρια του Λυκείου, μια κοπέλα σεμνή, πάντοτε εσωστρεφής, εξαιρετικά ειλικρινής και γεμάτη ερωτηματικά. Παρά τη σχετική διαφορά της ηλικίας μας, η Μαριάνα είχε γίνει για μένα ένα είδος θετής μητέρας. Με συνόδευε πάντοτε στις επισκέψεις μας στα μοναστήρια, ιδιαίτερα στη Σύχλα.

Τον χειμώνα εκείνο είχε χιονίσει πολύ. Ήταν δύσκολο να βρεις έναν σύντροφο μέσα στα μονοπάτια των βουνών με κατεύθυνση τη Σκήτη. Εγώ ακόμη δεν είχα βρει τον κατάλληλο συνοδοιπόρο. Έπρεπε να επιστρέψω στο Βουκουρέστι και είχα ακόμη ένα ημερονύκτιο στη διάθεσή μου. Πολύ βιαστικά και γρήγορα αποφάσισα: Ανάβαση στη Σκήτη. «Η Μητέρα του Κυρίου μου μπροστά και εγώ πίσω απ’ Αυτήν…». Έτσι έλεγε και ο π. Παΐσιος. Η Μαριάνα ήλθε με μένα.

Φθάσαμε μαζί στη Συχαστρία. Ήταν τότε σχεδόν απόγευμα. Χιόνιζε δυνατά, αλλά γνώριζα καλά τον δρόμο, μέσω του δάσους. Νόμιζα ότι το πολύ σε δύο ώρες θάπρεπε να είμαστε στη Σκήτη. Δεν είχαμε βρει ούτε ένα διαβάτη-προσκυνητή στον δρόμο. Κάναμε τον Σταυρό μας, πιαστήκαμε και οι δύο μας χέρι-χέρι κι αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε στη Σκήτη.

Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα τι σημαίνει, όταν λένε, ότι το δάσος σε εξαπατά… Νύχτωσε γρήγορα, πιο γρήγορα από ό,τι το περιμέναμε και επίσης γρήγορα χάσαμε τον δρόμο. Στην αρχή δεν φοβηθήκαμε. Ο δρόμος ήταν πολύ μακριά από εμάς. Τρέχαμε άσκοπα από τόπο σε τόπο, τραυματιζόμασταν από τις πέτρες και από τα ξερά αγκάθια και σφίγγαμε την καρδιά μας, με όσο ηρωισμό μας είχε απομείνει, για να μη κλαίμε. Σκεπτόμουν τη Μαριάνα να μη τρομοκρατηθεί. Αλλά η δική της καθαρή παιδική καρδιά έδινε μάλλον κουράγιο σε μένα… Άρχισε τότε αυτή να μου διηγείται για την Αγία Λουκία και για άλλους Αγίους, για να με ενθαρρύνει…

Συνέχιζε να χιονίζει και το σκοτάδι να γίνεται ψηλαφητό. Δεν κλαίγαμε και οι δυο μας καθόλου. Η Μαριάνα γνώριζε την Παράκληση της Θεοτόκου απέξω και την έψαλλε με δυνατή φωνή. Εγώ σκεπτόμουν, μήπως εμφανιστεί κανένας λύκος…

Ήξερα ότι ήμασταν πολύ κουρασμένες. Καθίσαμε σε μια πέτρα και η Μαριάνα έβαλε το κεφάλι της στην αγκαλιά μου. Ήταν η ώρα 9 το βράδυ. Χιόνιζε τριγύρω μας και δεν τολμούσαμε να σκεφθούμε τι θα συναντήσουμε πιο πέρα.

Ξαφνικά η Μαριάνα ξύπνησε και σήκωσε το κεφάλι της λέγοντάς μου:

– Εκεί… εκεί… είναι ένα φως…».

Πράγματι, κοντά ή μακριά δεν ξέρω, αλλ’ όμως φαινόταν πράγματι ένα αδύνατο φως, όπως το όπιθεν φανάρι ενός μικρού αυτοκινήτου. Κάναμε πολλές φορές τον Σταυρό μας και τρέξαμε προς εκείνο το μέρος. Ήταν πράγματι ένα αυτοκίνητο. Η μηχανή του είχε πάθει βλάβη κι ο οδηγός είχε σταματήσει εκεί. Μια γυναίκα παγωμένη από το κρύο με δύο παιδιά στην αγκαλιά της. Κι αυτοί πήγαιναν για τη Σύχλα.

Όταν φθάσαμε στη Σκήτη, ο π. Παΐσιος εξομολογούσε ακόμη. Ο κόσμος περίμενε στη σειρά, άλλοι καθήμενοι γύρω στη φωτιά και άλλοι όρθιοι στη βεράντα ή εκεί τριγύρω.

Όταν φθάσαμε ήταν η ώρα 10 και τέταρτο το βράδυ. Το θυμάμαι πολύ καλά. Τρέμαμε και οι δυο μας από το κρύο. Είναι φοβερό να σας το διηγηθώ αυτό που ζήσαμε εκεί λίγες ώρες. Τρέμαμε σαν τα φύλλα του δένδρου.

Ο κόσμος μάς έδωσε τόπο να πλησιάσουμε στη φωτιά. Μια γριούλα μας έκανε εντριβές στην πλάτη για να ζεσταθούμε. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και ήλθε ο Γέροντας π. Παΐσιος. Τον βλέπω σαν να είναι τώρα μπροστά μου στηριζόμενο στην πόρτα, στρέφοντας τα μάτια του παντού σαν κάτι να ζητούσε. Ξαφνικά ρώτησε τον κόσμο: «Τα δύο κορίτσια δεν έφθασαν εδώ ακόμη;»

Στην αρχή δεν συνειδητοποιήσαμε τι έλεγε. Κάποιος είπε: «Ποιος, Πάτερ; Ήλθαν τώρα τα κορίτσια αυτά… Γι’ αυτά λέτε;

Ο πατέρας στράφηκε προς εμάς: «Φθάσατε; Τι καλή η Μανούλα του Κυρίου μας!…». Έκανε τον σταυρό του και μπήκε πάλι μέσα στο κελλί του να συνεχίσει την εξομολόγηση.

Ο Γέροντας δεν ήξερε ότι εμείς ήλθαμε στη Σκήτη. Δηλαδή δεν τού το είχε πει κανείς. Ο κόσμος που ήταν εκεί πίστεψε ότι εμείς ήμασταν που περιμέναμε εκεί και ότι ο Πατέρας φρόντιζε να μάθει για εμάς. Αλλ’ εμείς με κανένα τρόπο δεν ανακοινώσαμε στον Γέροντα ότι ήλθαμε σ’ αυτόν…

Δεν θυμάμαι πλέον τα λόγια του που μου έλεγε στην εξομολόγηση. Θυμάμαι μόνο ότι έκανε συνεχώς επάνω μου το σημείο του Σταυρού, έτσι όπως σταυρώνει ένα παιδί για να μη βλέπει άσχημα όνειρα. Θυμάμαι ακόμη ότι μου έδωσε το γιλέκο του για να ζεσταθώ και μας φιλοξένησε και τις δύο στη μικρή του σάλα, επάνω στο ξύλινο τραπεζάκι που τόχε σκεπασμένο με χνουδωτό δέρμα.

Θυμάμαι ακόμη την ερώτηση της Μαριάνας:

– Ο πατέρας γνώριζε ότι εμείς ήλθαμε σ’ αυτόν;

– Όχι…

– Τότε γιατί μας περίμενε;

Δεν της απάντησα. Τώρα όμως έχω την απάντηση. Τώρα καταλαβαίνω άλλα υπερφυή σημεία που συμβαίνουν δια της προσευχής του και μας γλύτωσε και τις δύο. Είμαι πεπεισμένη ότι το μάτι του μας παρακολουθούσε, ενώ εμείς ήμασταν μέσα στο δάσος και η καρδιά του έτρεμε για εμάς.

 

Από το βιβλίο: π. Κων. Κόμαν, Αρχιμ. π. Ιωαννικίου Μπάλαν, Ο Γέροντας Παΐσιος Ολάρου, Πνευματικός του Γέροντος Κλεόπα Ηλίε (1897-1990). Μετάφραση-επιμέλεια υπό αδελφών Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Άγιον Όρος 1990.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δυο κορίτσια χαμένα στο δάσος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.