Ο όσιος πατήρ ημών Λεόντιος καταγόταν από την Αθήνα. Οι γονείς του τον εμπιστεύθηκαν πολύ μικρό στον παππού του, ο οποίος είχε κτίσει ναό αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Εκεί το παιδί περνούσε όλον τον καιρό του, μαθαίνοντας απ’ έξω τα ιερά βιβλία και τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Μία ημέρα, ένας δαιμονιζόμενος όρμησε κατεπάνω του. Το παιδί του έδωσε ένα ράπισμα και ο άνθρωπος θεραπεύθηκε αμέσως.
Σε ηλικία είκοσι ετών υιοθετήθηκε από έναν τοπικό άρχοντα που είχε αντιληφθεί τις αρετές του και ο οποίος φρόντισε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, παρά τους ενδοιασμούς του νέου. Λίγο αργότερα ο Λεόντιος απαρνήθηκε μεμιάς τους γονείς, τα αγαθά και το ευοίωνο μέλλον που προετοίμαζαν γι’ αυτόν, για να σηκώσει τον Σταυρό του Κυρίου. Αφοσιώθηκε ολόκληρος σε έναν ονομαστό ασκητή, τον Νικόλαο, ο οποίος ζούσε στην περιοχή των Αθηνών.
Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και κατηχήθηκε επί έναν χρόνο τις αρχές της μοναχικής πολιτείας, αποχαιρέτησε τον πνευματικό πατέρα του για να μεταβεί σε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, με έναν από τους αδελφούς, ονόματι Κλήμεντα. Την ώρα που ο Νικόλαος του έδινε την ευλογία του, είπε: «Να ξέρεις, τέκνο μου, ότι το Άγιο Πνεύμα σε επέλεξε να γίνεις ο ποιμήν της Ατταλείας».
Κατά το ταξίδι, έκανε να κοπάσει μία καταιγίδα με την προσευχή του. Στην Παλαιστίνη, αφού προσκύνησαν στους Αγίους Τόπους, οι δύο νεαροί μοναχοί μετέβησαν στην Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και τέθηκαν υπό την καθοδήγηση ενός σεβάσμιου ασκητή, ονόματι Βαρνάβα, ο οποίος είχε φθάσει στην κορυφή της αρετής.
Όταν μία ημέρα ο Λεόντιος πήγε με τον Βαρνάβα στο Όρος των Ελαιών, είδε, σαν δεύτερος Προφήτης Ησαΐας, τον Κύριο καθήμενο επί του θρόνου της δόξης αυτού, περικυκλωμένον από μυριάδες αγγέλων που έψαλλαν: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου…». Στην Βηθλεέμ, είδε εν θεωρία πολλές φορές το λαμπρό άστρο πάνω από το σπήλαιο, και μετά τα οράματα αυτά έλαβε την δύναμη να επιτελεί θαύματα και να εκβάλλει δαιμόνια.
Υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη που βρισκόταν υπό βαρβαρικό ζυγό, ο Λεόντιος πήρε τον δρόμο της εξορίας μαζί με τον πνευματικό του πατέρα και τρεις άλλους αδελφούς.
Μετά από μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι έφθασαν στην Αττάλεια της Πισιδίας, οι κάτοικοι της οποίας ζούσαν μέσα στην ανηθικότητα, σαν άγρια θηρία, δίχως φόβο Θεού στην καρδιά. Από την ημέρα όμως που ο άγιος άρχισε να κηρύττει την μετάνοια, στηρίζοντας τους λόγους του με λαμπρά θαύματα, οι άνθρωποι της περιοχής άρχισαν να αλλάζουν τρόπο ζωής και όσοι δεν ήσαν χριστιανοί βαπτίσθηκαν αμέσως από τον άγιο.
Μετά το ιεραποστολικό αυτό έργο, ο άγιος Λεόντιος αποσύρθηκε στο όρος Κοντοβάκιο που δεν ήταν πολύ μακριά από την πόλη. Στον αυχμηρό εκείνο τόπο, εκτεθειμένος στην δριμύτητα του χειμώνα και τον καύσωνα του θέρους, έγινε πόλος έλξεως για όσους αναζητούσαν τον Θεό. Οι μαθητές του πλήθυναν τόσο, που χρειάστηκε να κτιστούν επτά ναοί, πολλά κελλιά και μεγάλοι ξενώνες για την υποδοχή των προσκυνητών.
Ο άγιος παρείχε στους μαθητές του τα αναγκαία προς το ζην και ήταν σε όλα ο διδάσκαλος, ο σύμβουλος και ο πατέρας τους. Σύμφωνα με την προφητεία του Νικολάου, έγινε για όλη την περιοχή η ζώσα εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Με την προσευχή του και μόνο έσωσε από πλημμύρα την Αττάλεια, απώθησε εισβολείς, έσωσε πλοία από καταποντισμό και θεράπευσε πολλούς ασθενείς.
Αναπαύθηκε εν ειρήνη, και μετά την εκδημία του συνέχισε να επιδαψιλεύει την θεία φιλευσπλαχνία με το άγιο μύρο που ανάβλυσε από τον τάφο του, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μαρτυρία για την παρρησία που έχαιρε παρά τω Κυρίω.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έκτος, Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 245.