(Μετά το διάταγμα του Μαξιμιανού για διωγμό και θανάτωση των Χριστιανών, η αγία Ανυσία προσευχήθηκε στον Χριστό να την αξιώσει να γίνει μάρτυς· και Αυτός επικύρωσε την προσευχή της.)
Κι εκείνη λοιπόν, επειδή τον Νυμφίο άμεσα δεν μπορούσε να βλέπει, γιατί τα μάτια της ψυχής καλύπτονταν ακόμη από το νέφος του σώματος που ήταν μπροστά, ξεκίνησε να πάει στον οίκο Εκείνου, εννοώ τον ναό του Θεού, για να αντλήσει από κει παρηγοριά στους μεγάλους και φλογερούς πόθους της καρδιάς της. Και ο Χριστός τον δρόμο της αυτόν, τον ορίζει δρόμο ομολογίας γι’ Αυτόν και έτσι στον πιο μεγάλο της πόθο και στους θαυμαστούς της αγώνες δίνει εδώ το ευτυχές τέλος.
Έμπαινε λοιπόν η μάρτυς στην πόλη, γιατί συμμετείχε κι αυτή στους διωγμούς μαζί με τους ευσεβείς, όπως ακριβώς και στην ευσέβεια και στο φρόνημα, προσπερνώντας «το συμβούλιο των παρανόμων» σαν να ‘ταν σωρός από παραπεταμένα άψυχα λιθάρια, χάρις στο αμετάτρεπτο και γενναίο παράστημα της ψυχής της. Αμέσως όμως άρχισε απ’ όλους γογγυσμός εναντίον της με κακές διαθέσεις και βαριά έφεραν το αμετάβλητο φρόνημά της. Γιατί κι αυτοί, όπως λέει ο προφητικός λόγος, «εμίσησαν τον ελέγχοντα στις πύλες και αηδίασαν τον ιερό λόγο» (Αμώς 5:10).
Έτσι και κάποιος απ’ τους υπασπιστές του τυράννου ξέκοψε από τους άλλους με πολλή αναίδεια και πλησιάζει την μάρτυρα. Την πιάνει με τα ανόσια χέρια του και την ρωτά ποια είναι και πού μάλιστα πηγαίνει, φωνάζοντας δυνατά σαν να ‘ταν εκτός εαυτού, γεμάτος μανία.
Εκείνη βέβαια ούτε κι αυτή την ώρα λησμόνησε το σταθερό κι ευγενικό της φρόνημα· δεν δίνει καμιά απάντηση στον αναιδή, αλλά μια σύντομη προσευχή, όσο η περίσταση το επέτρεπε, ψιθυρίζοντας ήρεμα προς τον Θεό επικαλείται την βοήθειά του. Καθώς όμως εκείνος συνέχιζε να θορυβεί και όλο και πιο πολύ σκλήραινε την συμπεριφορά του ζητώντας να μάθει αυτά που της ρώτησε αρχικά, η μάρτυς με την αγαπημένη της συστολή και το παρθενικό της ερύθημα, σύντομα, με παρρησία λέει όλη την αλήθεια και κηρύσσει δημόσια τον εαυτό της δούλη του Χριστού που έκανε τον ουρανό και την γη· προσθέτει μάλιστα πολύ θαρρετά ότι πηγαίνει στον οίκο Εκείνου.
Αυτός όμως, όπως λέει η παροιμία, «όνος ήταν που άκουε λύρα» και παρακινούσε ανόητα αυτήν που ομολογούσε τον αληθινό Θεό, να θυσιάσει στους ανύπαρκτους θεούς· και απειλώντας την με το πρόσταγμα του βασιλιά – απειλή, όπως λένε, που αυτήν δεν την άγγιζε – άρχισε να την τραβά περισσότερο προκλητικά προς τους βωμούς για να κάνει θυσία. Και καθώς μάλιστα επιχειρούσε και την καλύπτρα της κεφαλής της ο μιαρός με τα ανόσια χέρια του να αφαιρέσει, μελετώντας πιθανόν κάτι βέβηλο, ταιριαστό στην κτηνώδη διαγωγή των δικών του θεών, πάνω στην ώρα η μάρτυς ευθύς ένιωσε πλημμύρα από θεϊκό ζήλο και με αηδία περισσή για τους ανίερους λογισμούς και λόγους εκείνου, γεμίζει το στόμα της με σάλιο και το περιχύνει στην αδιάντροπη όψη του, δίνοντάς του την αμοιβή για την οποία και μόνο ήταν εκείνος πραγματικά άξιος.
Αυτό βέβαια εσήμαινε για την μάρτυρα το τέλος των σπουδαίων αγώνων της και αφορμή αμοιβής για τον αξιοθαύμαστο προς τον Χριστό έρωτά της. Γιατί αμέσως ο θηριώδης εκείνος άνθρωπος, που νικημένος τη στιγμή αυτή εξίσου και από την ακολασία και από τον θυμό – καθώς είχε και από το βασιλικό διάταγμα το ελεύθερο – χτυπά καίρια την οσία στο πλευρό και αυτοστιγμεί την αφήνει νεκρή ο όντως νεκρός στην ψυχή, αυτήν που αληθινά ζούσε ενωμένη με τον Χριστό.
Αυτή λοιπόν ευθύς μεταβαίνει στον ποθητό της Νυμφίο και εισέρχεται στους ουρανίους θαλάμους με ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, για να καταταγεί στις φρόνιμες παρθένες (Ματθ. 25:1-13) που αγωνιζόταν σ’ όλη της τη ζωή να τις φτάσει και που τις ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό χύνοντας και το αίμα της με το μαρτυρικό της τέλος. Και μ’ αυτό κατακοκκίνισε όχι τις παρειές και το πρόσωπο μόνο, αλλά ολάκερο τον εαυτό της πιο λαμπρά και πιο μόνιμα από κάθε κοκκινάδι και ψεύτικο φτιασίδι. Και το καθαρότατο και παρθενικό εκείνο σώμα το συμμάζεψαν όσια χέρια και το έθαψαν. Αργότερα, όταν ο διωγμός για λίγο υποχώρησε, υψώθηκε και ναός στο σημείο αυτό προς τιμήν της μάρτυρος.
Από το βιβλίο: Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, “Η οσιομάρτυς Ανυσία εκ Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ι. Ησ. “Το Γενέσιον της Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2008, σελ. 43.