Θαυμαστή ήταν η θεραπεία από τον όσιο Σεραφείμ τής Αλεξάνδρας Λεμπέντεβα, το 1827. Αυτή περισσότερο από ένα έτος έπασχε από φοβερές, ανεξήγητες κρίσεις συνοδευόμενες από εμετούς, τρίξιμο των δοντιών και σπασμούς όλου του σώματος. Μετά τις κρίσεις έμενε αναίσθητη. Τέτοιες κρίσεις της συνέβαιναν καθημερινά. Τα φάρμακα δεν βοηθούσαν καθόλου. Ένας έμπειρος, πιστός και έντιμος γιατρός, ο οποίος με πολύ ενδιαφέρον μεταχειρίσθηκε όλες του τις γνώσεις και την ιατρική του τέχνη, τελικά την συμβούλεψε να στηριχθεί στο θέλημα του Υψίστου και να ζητήσει από Εκείνον βοήθεια και προστασία, διότι κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορεί να την θεραπεύσει.
Τα λόγια αυτά προκάλεσαν βαθειά θλίψη στους συγγενείς της, ενώ την ίδια την έριξαν σε απόγνωση. Μια νύκτα όμως παρουσιάσθηκε μπροστά της κάποια άγνωστη, πολύ ηλικιωμένη γυναίκα. Και όταν η άρρωστη κατατρομαγμένη άρχισε να προσεύχεται στον τίμιο Σταυρό, η γυναίκα της είπε: «Μη με φοβάσαι· και εγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα σαν και σένα, μόνο που τώρα δεν είμαι εκ του κόσμου τούτου, αλλά εκ του βασιλείου των νεκρών. Σήκω από το κρεβάτι σου και τρέξε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην μονή του Σαρώφ, στον πατέρα Σεραφείμ· αυτός σε περιμένει αύριο κοντά του και θα σε θεραπεύσει».
Η ασθενής τόλμησε να την ερωτήσει: «Και συ ποια είσαι και από πού;» Η γερόντισσα απάντησε: «Εγώ είμαι η πρώτη ηγουμένη της μονής του Ντιβιέγιεβο, Αγάθη μοναχή».
Την επομένη οι συγγενείς της την οδήγησαν στο Σαρώφ. Καθ’ οδόν την έπιασαν φρικτές κρίσεις και σπασμοί. Στο Σαρώφ έφθασαν μετά την δεύτερη λειτουργία, την ώρα ακριβώς εκείνη που οι αδελφοί τής μονής βρίσκονταν στην Τράπεζα, ενώ ο όσιος Σεραφείμ κλεινόταν στο κελλί του και δεν δεχόταν κανένα. Όταν όμως η ασθενής πλησίασε στο κελλί του και πριν προφθάσει να τελειώσει την συνηθισμένη ευχή, ο όσιος βγήκε, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε μέσα. Της κάλυψε το κεφάλι με το επιτραχήλιο, της διάβασε χαμηλόφωνα τις ευχές προς τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο, της έδωσε να πιει αγιασμό των Θεοφανείων, ένα κομματάκι πρόσφορο, τρία παξιμάδια και της είπε:
«Παίρνε κάθε μέρα ένα παξιμάδι με αγιασμό και πήγαινε στο Ντιβιέγιεβο, στον τάφο της δούλης του Θεού Αγάθης· πάρε από εκεί χώμα και κάνε όσες μετάνοιες μπορείς. Η Αγάθη σε συμπονεί και θέλει την θεραπεία σου. Στο εξής όταν θα αισθάνεσαι άσχημα προσευχήσου στον Θεό και πες: Πάτερ Σεραφείμ, μνήσθητί μου και πρέσβευε υπέρ εμού της αμαρτωλής να μη με ρίξουν εκ νέου οι πολέμιοι και εχθροί του Θεού σε αυτή την ασθένεια».
Τότε η νόσος έφυγε απ’ αυτήν αισθητά, με μεγάλο κρότο, και δεν επανήλθε πλέον σ’ αυτήν. Μετά από την θεραπεία της γέννησε τέσσερις γιους και πέντε θυγατέρες.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 65.