Την ημέρα αυτή εορτάζουμε το παράδοξο θαύμα με τα κόλλυβα του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος.
Μετά τον Κωνστάντιο, τον γιο του μεγάλου Κωνσταντίνου, έγινε αυτοκράτορας ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος άφησε τον Χριστό, στράφηκε στην ειδωλολατρία και ξεσήκωσε μεγάλο διωγμό εναντίον των Χριστιανών, και φανερά και κρυφά.
Κουράστηκε όμως ο ασεβής να τιμωρεί σκληρά και συγχρόνως πολύ απάνθρωπα να βάζει σε δοκιμασία τους Χριστιανούς, και καθώς ντρεπόταν και φοβόταν μήπως προστεθούν περισσότεροι, σκέφτηκε ο δόλιος και ανόσιος να τους μολύνει κρυφά. Βλέποντας λοιπόν ότι οι Χριστιανοί κατά την πρώτη βδομάδα των αγίων νηστειών εξαγνίζονται με τη νηστεία και την εκτενή προσευχή προς τον Θεό, κάλεσε τον έπαρχο της Πόλης και τον διέταξε να πάρουν από την αγορά όλα τα συνηθισμένα τρόφιμα και στη θέση τους να βάλουν άλλα, δηλαδή ψωμιά και ποτά τα οποία είχε προηγουμένως αναμείξει με το αίμα των θυσιών που έκανε και τα είχε μολύνει. Έτσι οι Χριστιανοί, καθώς θα τα αγόραζαν σε περίοδο νηστείας, περισσότερο θα μολύνονταν στην προσπάθειά τους να εξαγνιστούν.
Αμέσως λοιπόν ο έπαρχος εκτέλεσε τη διαταγή και έβαλε σε όλη την αγορά τα μολυσμένα από τις θυσίες του τρόφιμα και ποτά.
Αλλά το μάτι του Θεού που όλα τα βλέπει και πιάνει τους σοφούς στην ίδια τους την πανουργία (Α’ Κορ. 3:19) και πάντοτε φροντίζει για εμάς τους δούλους Του, διέλυσε το βρομερό τέχνασμα του Παραβάτη. Έστειλε δηλαδή στον πατριάρχη Ευδόξιο, που μάλιστα δεν ήταν ορθόδοξος κατά την πίστη, τον μεγάλο αθλοφόρο Θεόδωρο που πήρε το όνομα Τήρων επειδή ανήκε στο τηρωνικό τάγμα (τάγμα νεοσυλλέκτων), ο οποίος και παρουσιάστηκε φανερά και όχι σε όραμα και είπε προς αυτόν: «Σήκω όσο πιο γρήγορα μπορείς, συνάθροισε το ποίμνιο του Χριστού και δώσε εντολή κανείς να μην αγοράσει τίποτε από αυτά που υπάρχουν στην αγορά, γιατί έχουν μολυνθεί με αίματα θυσιών από τον ασεβέστατο βασιλιά».
Και όταν ο πατριάρχης απόρησε και ρώτησε: «Και πως είναι δυνατόν, όσοι δεν έχουν τρόφιμα στο σπίτι τους, να μην αγοράσουν απ’ αυτά που υπάρχουν στην αγορά;», ο άγιος είπε: «Να τους δώσεις κόλλυβα για να ανακουφίσεις την ανάγκη τους».
Επειδή όμως ο πατριάρχης απορούσε και δεν ήξερε, ρώτησε τι ήταν αυτά τα κόλλυβα, και ο μέγας Θεόδωρος του είπε: «Το βρασμένο σιτάρι, διότι έτσι συνηθίζαμε εμείς να το λέμε στα Ευχάϊτα».
Ρώτησε τότε ο πατριάρχης ποιος ήταν αυτός που φρόντιζε για τον λαό του Χριστού, και ο άγιος απάντησε: «Είμαι ο μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, που στάλθηκα τώρα από Αυτόν για να σας βοηθήσω».
Ο πατριάρχης σηκώθηκε αμέσως και ανήγγειλε στο πλήθος αυτά που είχε δει και με τον τρόπο αυτό διατήρησε αμόλυντο το ποίμνιο του Χριστού από το τέχνασμα του εχθρού, του Παραβάτη, ο οποίος, βλέποντας ότι αποκαλύφθηκε το τέχνασμά του και δεν έκανε τίποτε, ντράπηκε πολύ και διέταξε να επανέλθουν στην αγορά τα συνηθισμένα τρόφιμα.
Ο λαός λοιπόν του Χριστού, όταν πλέον η εβδομάδα συμπληρώθηκε, θέλοντας να ευχαριστήσουν τον ευεργέτη και μάρτυρα, τέλεσαν χαρούμενοι τη μνήμη του με κόλλυβα. Και από τότε οι πιστοί μέχρι και σήμερα ανανεώνουμε το θαύμα, για να μη λησμονηθεί με το χρόνο το μεγάλο αυτό έργο του μάρτυρα, και τιμούμε τον μέγα Θεόδωρο με κόλλυβα.
Αυτόν τον μέγα Θεόδωρο τον οδήγησε στο μαρτύριο ο ασεβής Βρίγγας επί αυτοκράτορος Μαξιμίνου, αφού πρώτα τον βασάνισε. Στη συνέχεια ο άγιος πυρπόλησε τον ναό της θεάς τους και τα πολύτιμα σκεύη του τα μοίρασε στους φτωχούς. Κάποιους μάλιστα που του μίλησαν θέλοντας να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη και τον συμβούλευαν σχετικά, ούτε που τους άκουσε.
Αφού λοιπόν του έκαναν πολλά βασανιστήρια, άναψαν ένα μεγάλο καμίνι και τον πέταξαν μέσα, ούτε όμως από αυτό έπαθε τίποτε, αλλά μέσα σ’ αυτό παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.
Με τις πρεσβείες του Αγίου, Θεέ μας, ελέησε και σώσε μας. Αμήν.
Μετάφραση για την Κ.Ο. του Συναξαρίου του Τρωδίου.