Ο όσιος Σίμων έζησε τον 10ο αιώνα. Ήταν μοναχός σε ένα μοναστήρι της Καλαβρίας, πιθανόν στο όρος Μερκούριον. Σε μια από τις συχνές επιδρομές τους, οι Σαρακηνοί συνέλαβαν μία ημέρα τρεις μοναχούς της μονής και έναν έφηβο και τους οδήγησαν στην Αφρική. Ο όσιος Σίμων στάλθηκε τότε από τον ηγούμενό του με αποστολή να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους.
Φθάνοντας στον προορισμό του, συνάντησε έναν από τους αδελφούς, από τον οποίο έμαθε ότι ήθελαν να τον εξαναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του. Ένας από τους βαρβάρους, βλέποντας τους δύο χριστιανούς να κουβεντιάζουν, όρμησε κατεπάνω του Σίμωνος κραδαίνοντας το ξίφος για να τον κτυπήσει, αλλά στη στιγμή το χέρι του παρέλυσε.
Οι υπόλοιποι Σαρακηνοί τότε συνέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν μπροστά στον δικαστή, κατηγορώντας τον για μαγεία. Όταν όμως, κάνοντας απλώς το σημείο του σταυρού, το χέρι του Σαρακηνού επανήλθε στη φυσιολογική κατάσταση, αναγκάσθηκαν όλοι να αναγνωρίσουν ότι ο άγιος ήταν ένας δούλος του Θεού.
Ο Άραβας διοικητής τότε χάρισε την ελευθερία όχι μόνον στους αδελφούς του αγίου, αλλά και σε όλους τους χριστιανούς αιχμαλώτους της πόλεως και αρμάτωσε καράβι για να τους μεταφέρει σε χριστιανικά εδάφη.
Κατά το ταξίδι, ο άγιος οικοδόμησε σφόδρα τους ναύτες με τις νηστείες και τις αδιάλειπτες προσευχές του και πολλές φορές γλύκανε θαλασσινό νερό για να ξεδιψάσει τους επιβάτες.
Επιστρέφοντας στην Καλαβρία, τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, κάνοντας και πολλά άλλα θαύματα προς δόξαν Θεού.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι, 2004, ΙΘ’ Νοεμβρίου.