Ο όσιος Λαυρέντιος γεννήθηκε στην πόλη των Μεγάρων το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα. Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, εργαζόταν ως πλανόδιος οικοδόμος και χειρώναξ. Ύστερα από τρεις νυκτερινές εμφανίσεις της Παναγίας, η οποία τον πρόσταζε να οικοδομήσει εκκλησία προς τιμήν της στην Σαλαμίνα, εξακολουθούσε να αμφιβάλλει και παρέμενε αναποφάσιστος. Η Παναγία του φανερώθηκε τότε εκ νέου και του έδειξε σε αυστηρό τόνο το ακριβές σχέδιο του ναού και της μονής που τον πρόσταζε να οικοδομήσει.
Ο Λαυρέντιος αποφάσισε τον διάπλου, η θαλασσοταραχή όμως τον εμπόδιζε. Φωνή εξ ουρανού τον διέταξε τότε να απλώσει την κάπα του στην θάλασσα. Αυτήν την φορά υπάκουσε χωρίς δισταγμό, άπλωσε την κάπα του στην θάλασσα, κάθισε επάνω της και θαυματουργικά βρέθηκε να έχει μεταφερθεί στην Σαλαμίνα.
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει την τοποθεσία που του είχε υποδειχθεί, όπου βρίσκονταν τα ερείπια αρχαίου ναού, μέσα στα οποία ανακάλυψε μια εικόνα της Παναγίας. Αποτασσόμενος από κάθε δεσμό με τον κόσμο, έγινε μοναχός, έπεισε την σύζυγό του να τον μιμηθεί, και ξόδεψε όλες τις οικονομίες του στην οικοδόμηση της μονής.
Από τους κατοίκους του νησιού που έρχονταν να τον βοηθήσουν, ορισμένοι έγιναν μοναχοί, οπότε η αδελφότητα μεγάλωσε γοργά, με την προστασία της Παναγίας, η οποία παραχώρησε στον Λαυρέντιο την χάρη να επιτελεί πλήθος ιάσεων τόσο στους χριστιανούς όσο και στους μουσουλμάνους. Θεράπευσε από θανατηφόρο πάθηση την σύζυγο ενός αξιωματούχου της οθωμανικής αυλής. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο άνδρας της απέδωσε στην μονή παλαιά κτήματα που είχαν δημευτεί.
Έτσι με την βοήθεια της θείας χάριτος ο άγιος αποπεράτωσε την οικοδόμηση της μονής το 1682, και εκοιμήθη εν ειρήνη στις 9 Μαρτίου 1707, αμοιβόμενος στον ουρανό με τον στέφανο των πιστών διακόνων της Θεομήτορος.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 84.