Ο Όσιος Ακάκιος καταγόταν από ένα χωριό των Αγράφων που ονομαζόταν Γόλιτζα. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι κατά την βάπτιση του τον ονόμασαν Αναστάσιο. Όταν ήταν νήπιο, έμεινε ορφανός από πατέρα. Αυτόν και τον αδερφό του τους μεγάλωσε η μητέρα τους φτωχικά. Ο Όσιος σαν μεγαλύτερος φρόντιζε για τις δουλειές του σπιτιού και έτσι δεν έμαθε γράμματα. Πήγαινε όμως στην εκκλησία και άκουγε τους βίους των αγίων. Έγινε ζηλωτής της πολιτείας εκείνων και η καρδιά του δόθηκε στο Χριστό.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, η μητέρα του τού είπε πως πρέπει να παντρευτεί. Ο Αναστάσιος όμως είχε το μυαλό του στραμμένο στον Θεό και δεν ήθελε ούτε ν’ ακούει γι’ αυτό το θέμα. Για να αποφεύγει μάλιστα τις ενοχλήσεις της μητέρας του, πήγαινε συχνά σε ήσυχους τόπους και προσευχόταν στο Θεό.
Όταν ο Όσιος έγινε είκοσι τριών, πήγε στα μέρη της Ζαγοράς, όπου υπήρχε η Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος, η καλούμενη Σουρβία. Την είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Βρισκόταν κοντά στη Μακρυνίτσα. Εισήλθε λοιπόν εκεί σαν δόκιμος και μετά από πλήρη δοκιμασία αξιώθηκε του αγγελικού σχήματος, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Ακάκιος.
Την νύχτα εκείνη κατά την οποία έλαβε το αγγελικό σχήμα αξιώθηκε και θείας οπτασίας. Είδε ότι κρατούσε μια λαμπάδα αναμμένη με υπέρλαμπρο φως. Σκέφτηκε τότε πως έτσι πρέπει να λάμπουν οι άγιες εντολές του Χριστού και κυρίως η υψοποιός ταπείνωση. Γι’ αυτό άρχισε εντονότερους πνευματικούς αγώνες. Με την πρώτη ευκαιρία έφυγε από τη Σουρβία και πήγε στο Άγιο Όρος. Επισκέφτηκε διάφορες Σκήτες και βρήκε πολλούς γέροντες, απ’ τους οποίους ωφελήθηκε πολύ.
Δεν έμεινε όμως χωρίς πειρασμούς. Ο διάβολος τον φθόνησε και θέλησε να τον αφανίσει. Σκέφτηκε τότε να πάει στον πνευματικό του, πατέρα Γαλακτίωνα, και να κάνει ότι τον προστάζει εκείνος. Με την ευχή του πνευματικού του πατέρα πήγε στη Μεταμόρφωση των Καυσοκαλυβίων. Εκεί έμεινε είκοσι χρόνια. Σκάλιζε ξύλινα κουτάλια, για να εξασφαλίζει το λιγοστό ψωμί που έτρωγε ανά δύο ή τρεις μέρες. Άλλοτε έτρωγε μόνο άγρια χόρτα ή κάστανα τόσο, όσο να ζει.
Μετά από είκοσι χρόνια, ο Όσιος κατέβηκε κοντά στη θάλασσα και έζησε σε μια μικρή σπηλιά, στην οποία είχε ζήσει ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης. Άρχισε να αγωνίζεται υπεράνθρωπα, ταλαιπωρώντας τη σάρκα με πείνα και δίψα, με κόπους, μόχθους και πολλές άλλες κακοπάθειες. Επειδή ο τόπος ήταν άνυδρος, το χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σε μια στάμνα. Το καλοκαίρι ερχόταν με θαυμαστό τρόπο ένα μικρό σύννεφο πάνω από τη σπηλιά, το οποίο έβρεχε, έως ότου γέμιζε με νερό η στάμνα, και μετά χανόταν.
Αλλά και οι μισόκαλοι δαίμονες δεν έπαυαν να τον πειράζουν με διάφορους τρόπους, αισθητά και νοητά, επιδιώκοντας να τον πλανήσουν από την ευθεία και ευαγγελική οδό. Ο Ακάκιος όμως όλα αυτά τα θεωρούσε παιχνίδια νηπίων και με την προσευχή διέλυε τις σκευωρίες των δαιμόνων σαν ιστό αράχνης.
Έτσι λοιπόν αγωνιζόμενος αξιώθηκε να αποκτήσει νοερά προσευχή και να δει θείες αποκαλύψεις. Εκείνη την εποχή ήρθε και έμεινε μαζί του ο άγιος Ρωμανός ο Καρπενησιώτης. Αγωνιζόταν και οι δυο σαν άσαρκοι. Ο Ρωμανός σκεφτόταν μόνο το μαρτύριο. Γι’ αυτό έκαναν κοινή προσευχή και νηστεία για το αίσιο τέλος του μαρτυρίου. Κατόπιν συμφώνησαν μεταξύ τους, ο μεν Ακάκιος να επικαλείται τη βοήθεια του Θεού υπέρ του Ρωμανού, ώστε να αξιωθεί το στεφάνι του μαρτυρίου, ο δε Ρωμανός, εάν μαρτυρήσει, να πρεσβεύει στο Θεό για τη σωτηρία του Οσίου, αλλά και για να παραμείνει στη σπηλιά του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη συμφώνησαν να παρακαλούν και οι δύο το Θεό, μετά το θάνατό τους να κατατάξει στον Παράδεισο και τους δύο μαζί.
Ο όσιος Ακάκιος έβλεπε πολλές φορές τον οσιομάρτυρα Ρωμανό λευκοφορεμένο, με ιλαρό και γλυκύτατο πρόσωπο, ο οποίος τον ενθάρρυνε και τον παρηγορούσε στον αγώνα του.
Ύστερα έκτισε μια μικρή καλύβα στη σπηλιά με τα ίδια του τα χέρια, στην ποία ζούσε αγωνιζόμενος. Ένα μόνο παλιό ράσο είχε, το οποίο δεν φορούσε πάντα, αλλά μόνο όταν έρχονταν να τον δουν κάποιοι γνωστοί του, γιατί δεν εμφανιζόταν σε άλλους.
Ένα χειμώνα έπεσε πολύ χιόνι και ο άγιος κρύωνε υπερβολικά. Άναψε φωτιά για να ζεσταθεί, αλλά δεν μπορούσε. Όσο πλησίαζε στη φωτιά, τόσο κρύωνε περισσότερο. Κατάλαβε ότι αυτό το μεγάλο κρύο δεν ήταν φυσικό αλλά τέχνασμα του πονηρού. Πάτησε τη φωτιά και την έσβησε. Βγήκε έξω γυμνός και έπεσε στα χιόνια. Τότε ήρθε μια θαυμαστή δύναμη, ώστε νόμιζε ότι κάθεται σε ζεστά νερά και όχι στα χιόνια.
Η φήμη του αγίου διαδόθηκε παντού. Έρχονταν σ’ αυτόν πολλοί άνθρωποι, για να πάρουν την ευλογία του, να ωφεληθούν από τα λόγια του ή να μείνουν κοντά του. Ο Όσιος αξιώθηκε να λάβει το προορατικό χάρισμα. Έβλεπε και την ψυχική κατάσταση του καθενός, αν ζούσε με αρετή ή περνούσε τη ζωή του με αμαρτίες.
Γύρω από τη σπηλιά του Οσίου συγκεντρώθηκαν και άλλοι μοναχοί. Έχτισαν καλύβες και έγινε Σκήτη Πατέρων, η μέχρι σήμερα Σκήτη των Καυσοκαλυβίων.
Όμως νερό δεν υπήρχε. Προσευχήθηκε ο Όσιος και του αποκαλύφθηκε πού υπήρχε. Τότε κάλεσε έναν εργατικό μοναχό, τον Τιμόθεο και του είπε:
– Σκάψε εδώ και θα βρεις νερό διαυγέστατο δια της χάριτος του Χριστού.
Έτσι και έγινε. Βρέθηκε εκεί νερό αρκετό, τόσο που κατασκεύασαν και μύλο.
Μεταξύ των πολλών κατορθωμάτων του Οσίου ήταν και η νίκη κατά του ύπνου. Κοιμόταν μισή ώρα το εικοσιτετράωρο, παρόλο που βρισκόταν σε βαθιά γηρατειά και υπέφερε από κήλη. Όμως επέμενε με μεγάλη γενναιότητα προσευχόμενος όλη τη νύχτα όρθιος ή γονατιστός. Το πιο θαυμαστό απ’ όλα ήταν πως ενώ ήταν εντελώς αγράμματος, διάβαζε κατανοώντας και τα πιο δυσνόητα βιβλία, κυρίως την Αγία Γραφή.
Εκείνη την εποχή ήρθε στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Όταν άκουσε για τον όσιο Ακάκιο, θέλησε να τον συναντήσει. Θαύμασε την αγία πολιτεία του και ευφρανθείς από τα καλά του λόγια, κήρυττε παντού:
– Είδα ένα νέο προφήτη Ηλία και ένα νέο Ιωάννη Βαπτιστή. Είδα περισσότερα απ’ όσα άκουσα γι’ αυτόν.
Ο όσιος αξιώθηκε πολλές φορές να δει νοερώς τον Χριστό και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
Έγινε πνευματικός πατέρας σε πολλούς μοναχούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πλήρης ημερών, στην ηλικία των εκατό ετών, απήλθε προς τον Κύριο κατά το έτος 1730 στις 12 Απριλίου.
Άπειρο πλήθος μοναχών έσπευσε στη μακαρία του τελευτή. Όλοι θρηνούσαν για την απώλειά του.
Με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε και μείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.