Όταν οι όσιοι Ιωάννης και Συμεών βρέθηκαν στην έρημο, πριν να ζητήσουν οτιδήποτε από το Θεό, προσευχήθηκαν και οι δυο για το εξής πράγμα: ο Συμεών, να παρηγορηθεί και να σιγουρευτεί η καρδιά της μητέρας του· ο Ιωάννης, να πάρει ο Θεός κοντά Του τη γυναίκα του, ώστε να πάψει να τη σκέφτεται.
Ο Θεός που είπε ότι θα πραγματοποιήσει το θέλημα αυτών που Τον φοβούνται (Ψαλμ. 144:19), τους άκουσε· και αφού πέρασαν δυο χρόνια, ο όσιος Συμεών πληροφορήθηκε απ’ το Θεό ότι η μητέρα του δεν λυπάται πια γι’ αυτόν και ότι τη νύχτα παρουσιάζεται σ’ αυτήν, την παρηγορεί και της λέει στη Συριακή διάλεκτο: “λα δέχρε λιχ εμ”, που σημαίνει:
«”Μη λυπάσαι μητέρα”, γιατί κι εγώ και ο Ιωάννης είμαστε καλά και υπηρετούμε στο παλάτι του βασιλιά και φοράμε στεφάνια, που μας έδωσε ο βασιλιάς, και πολύ όμορφες στολές. Παρηγόρησε όμως και τους γονείς του αδελφού Ιωάννη, γιατί υπηρετεί κι αυτός μαζί μου. Λοιπόν, μη λυπάστε καθόλου».
Όμως και ο αββάς Ιωάννης είδε κάποιον λευκοντυμένο να του λέει: «Οικονόμησα, ώστε ο πατέρας σου να μη λυπάται· και τη γυναίκα σου σε λίγο θα την πάρω μαζί μου».
Διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον αυτά που είδαν και χάρηκαν και ευφράνθηκε η καρδιά τους.
Αφού ο Θεός τους απάλλαξε από τον λογισμό των γονέων τους, αμέσως άρχισαν να ζουν χωρίς φροντίδα, χωρίς να λυπούνται καθόλου γι’ αυτούς και χωρίς να αισθάνονται κόπο ή οκνηρία συνέχισαν τον δρόμο της ασκήσεως νύχτα και μέρα, μη έχοντας άλλη ασχολία παρά μόνο τον “απερίσπαστο περισπασμό” και την “αμέριμνη μέριμνα”, εννοώ βέβαια την αδιάλειπτη προσευχή. Σ’ αυτή σύντομα προόδευσαν οι άοκνοι εργάτες, ώστε σε λίγα χρόνια αξιώθηκαν θείων οράσεων, πληροφοριών και θαυμάτων.
Πέρασε πάλι λίγος καιρός και ο ένας ησύχαζε σε απόσταση “λίθου βολής” από τον άλλο. Είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους το έξης: να αναχωρούν και να ζουν χωριστά όποτε ήθελε ο καθένας να προσεύχεται μόνος του· όταν όμως συμβεί να παρουσιαστούν λογισμοί ή ακηδία, να έρχεται ο ένας προς τον άλλον και από κοινού να προσεύχονται στον Θεό για να απαλλαγούν απ’ τον πειρασμό.
Μια μέρα λοιπόν, ενώ καθόταν ο Συμεών στο μέρος που συνήθιζε, έρχεται σε έκσταση και βλέπει τον εαυτό του σαν να βρισκόταν στην Έδεσα (από εκεί ήταν η καταγωγή του) κοντά στην άρρωστη μητέρα του και να της λέει στα Συριακά: «Πώς είσαι μητέρα;» Εκείνη απάντησε: «Καλά, παιδί μου». Της λέει πάλι: «Πήγαινε κοντά στο Βασιλιά. Μη φοβάσαι, γιατί Τον παρακάλεσα και σου ετοίμασε καλό μέρος, και όταν θέλει, θα έρθω κι εγώ κοντά σου».
Αφού συνήλθε, κατάλαβε ότι εκείνη την ώρα κοιμήθηκε η μητέρα του. Τρέχει γρήγορα στον αδελφό του Ιωάννη και του λέει: «Σήκω, αδελφέ, να προσευχηθούμε». Επειδή εκείνος ταράχτηκε (νόμισε ότι είχε κάποιο πειρασμό), του λέει ο Συμεών: «Μη ταράζεσαι, αδελφέ, δεν έχω τίποτα κακό με τη χάρη του Θεού».
Του λέει πάλι ο Ιωάννης: «Τότε για ποιο λόγο έκανες τόσο δρόμο, πάτερ Συμεών;» Τον αποκάλεσε έτσι γιατί τον τιμούσε και τον σεβόταν πάρα πολύ, όπως κι εκείνος σεβόταν τον Ιωάννη. Τότε τα μάτια του γέμισαν δάκρυα που έτρεχαν σαν μαργαριτάρια πάνω στο στήθος του, και λέει στον Ιωάννη: «Αυτήν την ώρα ο Κύριος παίρνει κοντά Του την καλή μου και ευλογημένη μητέρα». Και του διηγήθηκε το όραμα.
Γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχονται. Τότε μπορούσε να ακούσει κανείς το Συμεών να λέει προς τον Θεό λόγια συγκινητικά και ικετευτικά. Τα σπλάχνα του πονούσαν και ταράζονταν από τη φυσική αγάπη του γιου προς τη μητέρα. Έλεγε:
«Θεέ μου, Εσύ που δέχτηκες την θυσία του Αβραάμ (Γεν. 22:1-12), Εσύ που πρόσεξες το ολοκαύτωμα του Ιεφθάε (Κριτ. 11:30-39), Εσύ που δεν γύρισες το πρόσωπό Σου απ’ τα δώρα του Άβελ (Γεν. 4:4), Εσύ που ανάδειξες προφήτιδα την Άννα για χάρη του δούλου Σου Σαμουήλ (Α’ Βασ. 2:1-10), Εσύ, Κύριέ μου, Κύριε, για χάρη του δούλου Σου, δέξε την ψυχή της μητέρας μου.
» Θυμήσου, Θεέ μου, τους κόπους και τους μόχθους της, που έκανε για μένα. Θυμήσου, Κύριε, τους στεναγμούς και τα δάκρυα που έχυσε, όταν για χάρη Σου έφυγα μακριά της. Θυμήσου, Κύριε, τα στήθη με τα οποία θήλασε εμένα τον ταπεινό, για να χαρεί τη νεότητά μου, που όμως δεν χάρηκε. Μη ξεχνάς, Κύριε, ότι δεν μπορούσε να κάνει μακριά μου ούτε ώρα, κι όμως χωρίστηκε από μένα τόσα χρόνια. Θυμήσου, Κύριε που γνωρίζεις τα πάντα, ότι όταν ήθελε να χαρεί για μένα, τότε για το δικό Σου όνομα με στερήθηκε. Μη ξεχνάς, δίκαιε, το σπαραγμό που ένιωσε τη μέρα που ήρθα κοντά Σου.
» Γνωρίζεις, Κύριε, πόσο αγρύπνησε κάθε νύχτα για να θυμάται τη νεότητά μου, από τότε που την εγκατέλειψα. Εσύ γνωρίζεις, Κύριε, πόσες νύχτες έχασε τον ύπνο της ζητώντας το πρόβατο που κοιμόταν μαζί της. Μη ξεχνάς, φιλάνθρωπε, πόσος πόνος γέμιζε την καρδιά της, όταν βλέποντας τα ρούχα μου, έλιωνε για το μαργαριτάρι της που τα φορούσε. Θυμήσου ακόμη, Κύριε, ότι της στέρησα την παρηγοριά και τη χαρά και την αγαλλίαση, για να υπηρετήσω Εσένα τον δικό μου και δικό της Θεό, και Κύριο των όλων.
» Δώσε της για συνοδεία αγγέλους, που θα προστατεύουν την ψυχή της από τα πονηρά και άσπλαχνα πνεύματα και θηρία του αέρα, που προσπαθούν να αποσπάσουν και να καταπιούν αυτούς που περνούν ανάμεσα από αυτά. Κύριε, Κύριε, στείλε της δυνατούς φύλακες, για να επιτιμούν κάθε ακάθαρτη δύναμη που θα συναντάει.
» Πρόσταξε ακόμη, Θεέ μου, να χωριστεί η ψυχή από το σώμα της χωρίς λύπη και βάσανα. Και αν, σαν γυναίκα, σ’ αυτή τη ζωή αμάρτησε είτε με λόγια είτε με έργα, συγχώρεσε την ψυχή της, χάρη της θυσίας που γέννησε και που σου πρόσφερε, δηλαδή εμένα τον ανάξιό Σου δούλο.
» Ναι, Κύριε, Κύριε, Θεέ μου, Εσύ που είσαι δίκαιος κριτής και φιλάνθρωπος, μη την οδηγήσεις από θλίψη σε θλίψη, από οδύνη σε οδύνη, από στεναγμό σε στεναγμό, αλλά για τη λύπη που ένιωσε για το μοναδικό της παιδί, οδήγησέ την στη χαρά, αντί για δάκρυα δώσ’ της αγαλλίαση, αυτή την αγαλλίαση που έχεις προετοιμάσει για τους αγίους Σου, Θεέ μου, Θεέ μου, στους αιώνες. Αμήν».
Όταν σταμάτησαν να προσεύχονται και σηκώθηκαν, άρχισε ο αδελφός Ιωάννης να τον παρηγορεί και να του λέει: «Να, λοιπόν, αδελφέ Συμεών, ο Θεός σε παρηγόρησε, άκουσε την προσευχή σου και πήρε τη μητέρα σου κοντά Του. Τώρα όμως κοπίασε μαζί μου και ας προσευχηθούμε μαζί στον Κύριο, για να ελεήσει αυτήν που επέτρεψε να ονομαστεί σύζυγός μου, και ή να την οδηγήσει να πάρει την απόφαση να γίνει κι αυτή μοναχή ή να την ελεήσει παίρνοντάς την κοντά Του».
Προσευχήθηκαν λοιπόν για λίγο καιρό και κάποια νύχτα βλέπει ο αββάς Ιωάννης τη μητέρα του Συμεών να έρχεται, να πιάνει το χέρι της συζύγου του και να της λέει: «Σήκω, αδελφή μου, έλα κοντά μου, γιατί ο Βασιλιάς, στου Οποίου την υπηρεσία στρατεύτηκε ο γιος μου, μου χάρισε μια όμορφη κατοικία. Άλλαξε όμως τα ρούχα σου και φόρεσε καθαρά».
Όπως έλεγε ο Ιωάννης, εκείνη αμέσως σηκώθηκε και την ακολούθησε. Έτσι κατάλαβε ότι κοιμήθηκε κι αυτή και ότι και οι δύο ήταν σε καλό μέρος, και χάρηκε πάρα πολύ.
Από το βιβλίο: Ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 53.