Οι Καταβασίες της Υπαπαντής είναι πoίημα τoύ Αγίoυ Κοσμά του Μελωδού, Επισκόπου Μαϊoυμά, και ψάλλoνται από τις 15 Ιανoυαρίoυ μέχρι την απόδοση της εορτής, στις 9 Φεβρουαρίου. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσωμε μια προσέγγιση των υπερόχων αυτών ύμνων, εμβαθύνοντας στο θεολογικό των περιεχόμενο, με όχημα την θαυμάσια ελληνική γλώσσα, την θεραπαινίδα του λόγου του Θεού.
Η κεντρική ιδέα των Καταβασιών αυτών είναι η εξής: όπως οι Ισραηλίτες διέβησαν την Ερυθρά θάλασσα, περνώντας «εκ θανάτου εις την ζωήν», από την Αίγυπτο της αμαρτίας στην γη της σωτηρίας, έτσι και ο Συμεών «εθεώθη», διότι απέκτησε την εμπειρία του θείου φωτός, είδε με τα μάτια του σώματος και της ψυχής του τον Σωτήρα Του («είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου»), το φως το αληθινό, το οποίο ετοιμάστηκε «κατά πρόσωπον πάντων των λαών», για να αποκαλυφθή σε όλα τα έθνη και για να δοξασθή δι’ αυτού και ο δικός του λαός, ο Ισραήλ («φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού Σου Ισραήλ»).
Ωδή α’, ήχος γ’
Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσέ ποτε· ωσεί τείχος γαρ επάγη εκατέρωθεν ύδωρ λαώ πεζοποντοπορούντι και θεαρέστως μέλποντι. Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται.
Ο ειρμός της α’ ωδής αναφέρεται, όπως και η παλαιά βιβλική ωδή, στο θαυμαστό γεγονός της μετατροπής της θαλάσσης σε ξηρά κατά την διάβαση των Ισραηλιτών (Εξ. 14:22). Ως «χέρσον πέδον», στέρεη γη, που συγκρατεί το νερό, χαρακτηρίζεται ο βυθός της θαλάσσης. Από την άλλη, ο βυθός είναι «αβυσσοτόκος», γεννά με τις κοιλότητές του την άβυσσο της θαλάσσης. Με την λέξη «αβυσσοτόκος» ο υμνογράφος παρομοιάζει τον βυθό της θαλάσσης με κοιλία μητρός που κρατάει ως βρέφος το νερό στην αγκαλιά της (Αγ. Νικοδήμου, Εορτοδρόμιον, σ. 211). Σ’ αυτόν τον βυθό ήρθε και κάθισε πάνω («επεπόλευσε») ο ήλιος με τις ακτίνες του, όταν η θάλασσα σχίσθηκε δια της ράβδου του Μωυσέως και το νερό έγινε σταθερό σαν τείχος («ωσεί τείχος επάγη») δεξιά και αριστερά («εκατέρωθεν») για τον λαό, που πεζοπορούσε μέσα στην θάλασσα και έψαλλε θεαρέστως («λαώ πεζοποντοπορούντι και θεαρέστως μέλποντι»).
Ωδή γ’
Το στερέωμα των επί σοι πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, την Εκκλησίαν, ην εκτήσω τω τιμίω σου αίματι.
Η ωδή αυτή ξεκινάει όπως και η αντίστοιχη 3η βιβλική ωδή, ποίημα της προφήτιδος Άννης: «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου» (Α’ Βασιλ. 2:1). Στερέωμα καλείται ο Χριστός, επειδή σ’ Αυτόν στηρίζομε όλοι τις ελπίδες μας («το στερέωμα των πεποιθότων»), και ζητείται από Εκείνον να διαφυλάξη την Εκκλησία, που ο Ίδιος απέκτησε, προσφέροντας το τίμιο Αίμα Του.
Ωδή δ’
Εκάλυψεν ουρανούς η αρετή σου Χριστέ· της κιβωτού γαρ προελθών του αγιάσματός σου, της αφθόρου Μητρός, εν τω ναώ της δόξης σου ώφθης ως βρέφος, αγκαλοφορούμενος, και επληρώθη τα πάντα της σης αινέσεως.
Για τον ειρμό της δ’ ωδής ο υμνογράφος δανείζεται τα λόγια του ποιητού της, προφήτου Αββακούμ: «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού, και αινέσεως αυτού πλήρης η γη» (Αββ. 3:3). Η Παναγία ονομάζεται «κιβωτός του αγιάσματος» (Ψαλμ. 131:8), διότι, όπως η κιβωτός φύλαγε τις πλάκες του νόμου, έτσι και η Παναγία, ως άλλη κιβωτός, έφερε μέσα της το αγιασμένο από την θεότητα σώμα του Χριστού. Η λέξη «αγκαλοφορούμενος» σημαίνει είτε ότι το βρέφος βασταζόταν στην αγκαλιά της Μητρός Του, είτε, το πιθανώτερο, ότι τοποθετήθηκε στην αγκαλιά του δικαίου Συμεώνος.
Ωδή ε’
Ως είδεν Ησαΐας συμβολικώς, εν θρόνω επηρμένω, Θεόν υπ’ Αγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ω τάλας! εβόα, εγώ· προ γαρ είδον σωματούμενον Θεόν, φωτός ανεσπέρου και ειρήνης δεσπόζοντα.
Ο ειρμός της ε’ ωδής αναφέρεται στην αντίστοιχη βιβλική ωδή και συγκεκριμένα στο όραμα του προφήτου Ησαΐα, που είδε τον Κύριο καθήμενο σε θρόνο υπερυψωμένο και γύρω Του τα Σεραφίμ να ψάλλουν: «άγιος, άγιος, άγιος Κυριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Ένα Σεραφίμ πήρε με λαβίδα από το θυσιαστήριο άνθρακα αναμμένο και με αυτό άγγιξε τα χείλη του προφήτου, ο οποίος έλαβε έτσι το προφητικό χάρισμα (Ησ. 6:1-7). Ο Ησαΐας, λοιπόν, προείδε την Παναγία, ως «υψηλοτέρα των ουρανών», να γίνεται θρόνος, για να καθίση επάνω της ο Υιός του Θεού, που δεσπόζει «φωτός ανεσπέρου και ειρήνης», διότι είναι «φως τα προστάγματά» του και είναι Κύριος της ειρήνης (Ησ. 26:9,12).
Ωδή στ’
Εβόησέ σοι, ιδών ο Πρέσβυς τοις οφθαλμοίς το σωτήριον, ο λαοίς επέστη· Εκ Θεού, Χριστέ, συ Θεός μου.
Ο ειρμός της στ’ ωδής ξεκινάει, όπως και η αντίστοιχη βιβλική ωδή του προφήτου Ιωνά: «Εβόησα εν θλίψει μου» (Ιω. 2:3). Αναφέρεται στο γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου από τον δίκαιο Συμεώνα (Λουκ. 2:25-32), που αξιώθηκε να δη με τα μάτια του «το σωτήριον», τον Χριστό, που εμφανίστηκε στους ανθρώπους («ο λαοίς επέστη»). Ο υμνογράφος βάζει στο στόμα του Συμεώνος την φράση: «Εκ Θεού, Χριστέ, Συ Θεός μου», που θυμίζει το: «…Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», διότι το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Συμεώνα να αναγνωρίση τον Κύριο.
Ωδή ζ’
Σε τον εν πυρί δροσίσαντα Παίδας θεολογήσαντας και Παρθένω ακηράτω ενοικήσαντα, Θεόν Λόγον, υμνούμεν ευσεβώς μελωδούντες· Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων ημών.
Ο ειρμός αυτός αναφέρεται στους τρεις παίδες, οι οποίοι «θεολόγησαν» μέσα στο καμίνι που τους είχε ρίξει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ (Δαν. 3:16-17). Όπως τότε ο «Άγγελος» εξ ουρανού (Χριστός), δρόσιζε την φλεγόμενη κάμινο, έτσι και τώρα το πυρ της θεότητος, ο Χριστός, δεν κατέκαυσε την κοιλία της Παρθένου, όπου ενοίκησε, αλλά την άφησε «ακήρατο» (αδιάφθορη). Γι’ αυτό και εμείς, σαν τους τρεις παίδες, ψάλλομε: «Ευλογητός ο Θεός, ο των πατέρων ημών».
Ωδή η’
Αστέκτω πυρί ενωθέντες οι θεοσεβείας προεστώτες Νεανίαι, τη φλογί δε μη λωβηθέντες, θείον ύμνον έμελπον· Ευλογείτε πάντα τα έργα τον Κύριον, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Οι τρεις νέοι που προάσπισαν την πίστη («οι θεοσεβείας προεστώτες»), αφού ενώθηκαν με την αφόρητη φωτιά, χωρίς να βλαφθούν από την φλόγα («Αστέκτω πυρί ενωθέντες … τη φλογί δε μη λωβηθέντες»), έψαλλαν τον χαρακτηριστικό ύμνο: «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κυριον…»
Ωδή θ’
Εν νόμου σκιά και γράμματι τύπον κατίδωμεν οι πιστοί· παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον, άγιον Θεώ· διο πρωτότοκον Λόγον, Πατρός ανάρχου Υιόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί απειράνδρω, μεγαλύνομεν.
Στον ειρμό της θ’ ωδής παροτρύνονται οι πιστοί να δουν την προτύπωση που βρίσκεται πίσω από την σκιά και το γράμμα του παλαιού νόμου, που ώριζε ότι «παν άρσεν διανοίγον μήτραν άγιον τω Κυρίω κληθήσεται», όπως αναφέρεται στο κατά Λουκ. 2:23. Ο τύπος του νόμου αυτού δεν αρμόζει σε κανένα άλλο αρσενικό και πρωτότοκο παιδί, παρά μόνον στον Χριστό, ο Οποίος άνοιξε με υπερφυσικό τρόπο την παρθενική μήτρα της Παναγίας, που παρέμεινε πάλι αβλαβής και κλειστή (Αγ. Νικοδήμου, Εορτοδρόμιον, σ. 232). Η φράση «Άγιος Θεός» αναφέρεται, επίσης, στον Χριστό, τον «προ αιώνων Θεόν», που ωδηγήθηκε ως νήπιο από τους γονείς του στον Ναό. Ο όρος «πρωτότοκος» ερμηνεύεται ως «μονογενής», χωρίς αυτό να σημαίνη ότι γεννιέται και άλλο παιδί από την Παναγία. Τέλος, η λέξη «μεγαλύνομεν» παραπέμπει στα προφητικά λόγια της Παναγίας προς την Ελισάβετ: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμά μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου» (Λουκ. 1:47-48).
Ας μελετάμε όλοι μας τις υπέροχες αυτές Καταβασίες της Υπαπαντής και ας προσευχώμαστε θερμά στον Σωτήρα Κύριό μας να μας χαρίση και μας την χάρη και την φώτιση που έδωσε στον πιστό του δούλο, Συμεώνα, να γνωρίση τον Σωτήρα Του, πριν πεθάνη. Να ζούμε και μεις και να εργαζώμαστε με την προσδοκία της υπαντήσεώς Του! Αμήν. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρή
Πηγές-Βοηθήματα:
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών.
Συμεών, Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης, Αφθαρσίας πηγή, Καταβασίες Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, Εκδόσεις Εν πλω, Αθήνα 2012.