Ο όσιος Σεραφείμ, μετά την κοίμησή του, θεράπευσε τον έμπορο του Μούρομ Ιβάν Ζασούχιν, όπως και τον γιο και τη θυγατέρα του. Τα θαύματα αυτά έχουν περιγραφεί στο περιοδικό «Γκραζντανίν» (Πολίτης), στο τεύχος του Οκτωβρίου του 1884.
Ο έμπορος αυτός τον Μάρτιο του 1882 αρρώστησε στην πόλη Ουριούπιν από τύφο στομάχου. Ο γιατρός τού Ουριούπιν τον βοήθησε κάπως, αλλά τον συμβούλεψε να πάει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, πράγμα που αυτός έκανε. Το ταξίδι τον κούρασε υπερβολικά και έφθασε εξαντλημένος στο Μούρομ. Κάλεσαν τον γιατρό Σταυρόβσκι, ο οποίος του όρισε θεραπευτική αγωγή. Η ασθένεια υποχώρησε, ο πυρετός έπεσε από 40,1 σε 37,5°.
Σύντομα ο ασθενής άρχισε ν’ αναρρωνύει. Αλλά κατά τη διάρκεια της νόσου του είχε παρουσιασθεί πρήξιμο πίσω από τ’ αυτιά και αργότερα στην κορυφή του μηρού του δεξιού ποδιού του. Ο γιατρός θεώρησε σκόπιμο να γίνει τομή στο πρησμένο μέρος για να βγει το υγρό που είχε εκεί συγκεντρωθεί. Η τομή όμως απέτυχε, το υγρό δεν βγήκε και το πρήξιμο άρχισε όλο και περισσότερο να αυξάνεται. Ούτε ο Σταυρόβσκι, ούτε άλλοι γιατροί μπορούσαν να βοηθήσουν σ’ αυτή τη νέα επιπλοκή. Του πρότειναν τότε να ταξιδέψει στην Πετρούπολη, νομίζοντας ότι εκεί ίσως βοηθηθεί με εγχείριση.
Ο ασθενής πήγε στην Πετρούπολη· εκεί οι καθηγητές Μπογκντανόβσκι και Μουλτανόβσκι αποφάνθηκαν ότι δεν μπορεί να γίνει χειρουργική επέμβαση και τον συμβούλεψαν να επιστρέψει στο σπίτι του.
Μετά την επιστροφή του στο Μούρομ παρουσιάσθηκε νέα επιπλοκή στην ασθένεια του Ζασούχιν: έπαθε φλεγμονή της πνευμονικής μεμβράνης και διάτρηση στομάχου. Ο ασθενής εξαντλήθηκε εντελώς. Κάλεσαν και άλλους γιατρούς, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η κατάστασή του ήταν απελπιστική· προσδιόρισαν μάλιστα και την ημέρα του θανάτου του.
Κάλεσαν τότε και τον πνευματικό ιατρό, τον ιερέα. Ο Ζασούχιν ήταν πολύ αδύναμος αλλά είχε διαύγεια πνεύματος· ως γνήσιος χριστιανός εξομολογήθηκε ειλικρινά και αξιώθηκε της θείας Κοινωνίας.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και κάλεσαν πάλι τον ιερέα. Αυτός ήλθε, βρήκε τον ασθενή να έχει τις αισθήσεις του αλλά πλήρως εξαντλημένο και του διάβασε την ευχή εις ψυχορραγούντα. Μετά τρεις ημέρες όμως, ο ασθενής άρχισε να αναλαμβάνει. Είχε μεσολαβήσει το εξής:
Η γειτόνισσά του κυρία Μ.Τ. Μπιτσκόβα, λυπημένη υπερβολικά για τον επικείμενο θάνατο του καλού γείτονά της, έφερε στη σύζυγο του ασθενούς λίγο νερό από το «φρέαρ του Σεραφείμ» και τη συμβούλεψε να δώσει απ’ αυτό στον ετοιμοθάνατο. Η γυναίκα έφερε στον σύζυγό της το νερό, αλλά αυτός δεν μπορούσε πια ούτε το στόμα του ν’ ανοίξει. Μόλις και μετά βίας κατάφερε η σύζυγός του να βάλει στο στόμα με το κουταλάκι μερικές σταγόνες· το υπόλοιπο του το έχυσε στο κεφάλι.
Από τη στιγμή εκείνη ο ασθενής ηρέμησε τελείως, τόσο που η γυναίκα του διερωτήθηκε μήπως πεθαίνει και άρχισε να τον παρακολουθεί προσεκτικά. Αλλά, προς κατάπληξή της ο ασθενής κοιμήθηκε μερικές ώρες με ήσυχο ύπνο. Όταν ξύπνησε ζήτησε να πιει κάτι. Αυτή η απροσδόκητη απαίτηση έφερε τη σύζυγό του σε πλήρη αμηχανία, ώστε να μη ξέρει τι να του δώσει, χωρίς να τον βλάψει. Σκέφθηκε να του δώσει γάλα και το έκανε. Κατόπιν όμως θυμήθηκε ότι γάλα δεν του επιτρεπόταν και άρχισε να τρέμει για τα τυχόν άσχημα επακόλουθα.
Ο ασθενής πίνοντας το γάλα αισθάνθηκε ότι είναι καλά. Το στομάχι του άρχισε να λειτουργεί και δεν είχε πια ενοχλήσεις. Από την ημέρα εκείνη, 16 Νοεμβρίου, άρχισε να καλυτερεύει. Την επομένη ο γιατρός εξέτασε το στήθος του Ζασούχιν και διαπίστωσε βελτίωση. Το επάνω μέρος όμως του μηρού δεν σημείωσε καμία αλλαγή και οι πληγές έμειναν ανοικτές. Τότε ο ασθενής, αδιαφορώντας για την άκρα εξάντλησή του, δήλωσε ότι επιθυμεί να ταξιδέψει στο Σαρώφ και να προσκυνήσει τον άγιο του Θεού.
Ετοιμάζοντας τα απαραίτητα για το ταξίδι η σύζυγός του πήρε μαζί της, για κάθε ενδεχόμενο, όλα τα αναγκαία για την κηδεία. Μάλιστα πήρε μαζί της και τα παιδιά, ώστε σε περίπτωση θλιβερής εκβάσεως να τα δει ο ασθενής στις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
Η κατάσταση του αρρώστου ήταν πολύ άσχημη: να καθίσει στην άμαξα δεν μπορούσε, επειδή το άρρωστο πόδι του ήταν άκαμπτο· το τράνταγμα της άμαξας στον ανώμαλο δρόμο τού προξενούσε αφόρητους πόνους· σε κάθε στάθμευση τον έβγαζαν από την άμαξα κρατώντας τον στα χέρια.
Με τέτοια κατάσταση έφθασε ο Ζασούχιν στη Σεραφείμεια μονή του Ντιβιέγιεβο. Εκεί σκόπευε να πάρει μία ανάσα από το δύσκολο ταξίδι και να μείνει ένα 24ωρο. Αυτό έγινε στις πέντε Ιουνίου ανήμερα της Πεντηκοστής.
Ήλθε η ώρα της αγρυπνίας και ο ασθενής αποφάσισε να παρακολουθήσει την ακολουθία παρά τους φρικτούς πόνους του. Η σύζυγός του και οι υπηρέτες τον μετέφεραν επάνω σε φορείο από τον ξενώνα μέχρι την εκκλησία, και τον έβαλαν στον ναό κρατώντας τον σχεδόν στα χέρια.
Όταν, κατά τους αίνους και το μεγαλυνάριο, όλος ο λαός πήγαινε να ασπασθεί την εικόνα της Αγίας Τριάδος, ξεκίνησε και αυτός με μεγάλη προσπάθεια, στηριζόμενος στα δεκανίκια του με τη βοήθεια της συζύγου του και άλλων, να προσκυνήσει την εικόνα της εορτής και να χρισθεί από τον ιερέα με ευλογημένο λάδι.
Αφού ασπάσθηκε την εικόνα και τον έχρισε ο ιερεύς, έριξε τυχαία το βλέμμα του στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στο τέμπλο. Η εικόνα αυτή παλαιότερα βρισκόταν στο κελλί του οσίου Σεραφείμ και ενώπιόν της προσευχόταν εκείνος με τόση φλόγα. Αμέσως αισθάνθηκε ότι το πόδι του πατά στερεά στο δάπεδο και ότι δεν πονά πλέον. Άφησε τα δεκανίκια του και χωρίς αυτά, προς κατάπληξη όλων των παρευρισκομένων, πήγε στη θέση του.
Όταν τελείωσε η ακολουθία, ο Ζασούχιν ορθώθηκε με θάρρος και βγήκε από την εκκλησία. Έξω τον περίμεναν οι υπηρέτες με το φορείο. Επειδή όμως η βοήθειά τους δεν του ήταν απαραίτητη, τους παράδωσε ακόμη και τα δεκανίκια του και χωρίς τη βοήθεια κανενός διάνυσε δρόμο 250 μέτρων περίπου μέχρι τον ξενώνα.
Την επομένη πήγε πάλι με τα πόδια στην εκκλησία, όπου μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν πήγε στο Σαρώφ και εκεί, στον τάφο του οσίου, έκανε μνημόσυνο.
Το πρωί της επομένης, μετά την ακολουθία, πήγε χωρίς αναβολή στο ιαματικό φρέαρ, με το νερό του οποίου σώθηκε τόσο θαυματουργικά από τον θάνατο. Αυτό απείχε κάπου δύο χιλιόμετρα από το μοναστήρι, αλλά ο ασθενής διάνυσε εύκολα τον δρόμο αυτό. Στη διαδρομή σκεπτόταν αν πρέπει να βγάλει από το άρρωστο πόδι τον επίδεσμο. Πολλοί τον συμβούλευαν να μη τον βγάλει και έκανε υπακοή.
Όταν έφθασε στην πηγή, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε μέσα. Μόλις αισθάνθηκε επάνω του το δροσερό νερό της πηγής, διαπέρασε όλο το σώμα του μία ευχάριστη ζεστασιά και νέα δύναμη. Βγαίνοντας από το νερό, είδε ότι ο ένας επίδεσμος δεν υπήρχε στο πρήξιμο και τότε έβγαλε και τον άλλο μόνος. Την επομένη στη λειτουργία μετέλαβε των αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Ο Ζασούχιν είχε θεραπευθεί ολότελα.
Το κεφάλι του οκταετούς γιου τού Ζασούχιν είχε καλυφθεί ολόκληρο από σπυριά και πονούσε αφόρητα. Ο δερματολόγος καθηγητής Πολοτέμπνωφ που εξέτασε τον μικρό, διάγνωσε ότι για την ασθένειά του χρειάζεται θεραπεία δύο ετών το λιγότερο. Ο Ζασούχιν πήγε το παιδί στο Σαρώφ.
Στον δρόμο προς την έρημο του Σαρώφ σταμάτησαν να ξεκουραστούν στη Σεραφείμεια μονή τού Ντιβιέγιεβο στις πέντε Ιουνίου, εορτή της Αγίας Τριάδος. Εκεί έμαθαν από τις μοναχές ότι ο μακαριστός γέροντας είχε δώσει εντολή να περνούν όλοι μία τάφρο, προσευχόμενοι με την ευχή τού Ιησού. Την τάφρο αυτή είχαν ανοίξει οι αδελφές κατά τις οδηγίες του ιδίου, διότι από εκεί, κατά τη μαρτυρία του, είχε περάσει η ίδια η Παναγία. Ο Ζασούχιν πέρασε με όλη του την οικογένεια την τάφρο, για να εκπληρώσει την εντολή του οσίου.
Το άρρωστο αγοράκι, κατά τη συμβουλή της μοναχής που το οδηγούσε, κατέβαινε μέχρι τον πυθμένα της τάφρου, έκοβε χλόη και ανθάκια και τα τοποθετούσε όλη την ώρα στο άρρωστο κεφάλι του. Όταν έφθασε στο Σαρώφ, πλύθηκε στο «φρέαρ του Σεραφείμ». Με την επιστροφή τους στο σπίτι τους, στην πόλη Μούρομ στις 15 Ιουνίου, το κεφάλι του μικρού όχι μόνο είχε εξ ολοκλήρου καθαρισθεί, αλλά είχαν φυτρώσει και ωραιότατα πυκνά μαλλιά.
Τρίτο θαύμα της ευσπλαχνίας του Θεού συντελέσθηκε στη θυγατέρα τού Ζασούχιν, της οποίας το τραυματισμένο δάκτυλο θεραπεύθηκε με λάδι από την κανδήλα που έκαιε στον τάφο του οσίου Σεραφείμ.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 107.
Ο όσιος Σεραφείμ θεραπεύει και μετά την κοίμησή του