Αφού έζησε οκτώ χρόνια ως υποτακτικός στην έρημο του Σαρώφ, ο Πρόχορος αξιώθηκε στις 18 Αυγούστου του 1786, στο εικοστό έβδομο έτος της ηλικίας του, να καρεί μοναχός και να λάβει το νέο όνομα Σεραφείμ. Το μοναχικό σχήμα και η ίδια η σημασία του νέου ονόματος (*) υπενθύμιζαν σ’ αυτόν την καθαρότητα και την πύρινη διακονία των Αγγέλων προς τον Θεό και ενίσχυαν μέσα του όλο και περισσότερο τον πόθο και τον ιερό ζήλο να διακονήσει τον Κύριο. Διπλασίασε τους κόπους και τους αγώνες, άρχισε να ζει ακόμη ησυχαστικότερα και να βυθίζεται στην εσωτερική θεωρία.
Αφού πέρασε διάστημα περισσότερο του ενός έτους, ο όσιος χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος (Δεκέμβριος 1787). Έκτοτε επί έξι περίπου έτη λειτουργούσε διαρκώς ως ιεροδιάκονος, αυξάνοντας τους μόχθους και τα παλαίσματα, «ζέων τω πνεύματι» (Ρωμ. 12:11) και φλεγόμενος από τον θείο έρωτα. Τις νύκτες, ξημερώνοντας Κυριακή ή εορτή, τις περνούσε άγρυπνος χωρίς ανάπαυση, προσευχόμενος θερμά μέχρι την ώρα της λειτουργίας. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας έμενε επί πολύ στο ναό τακτοποιώντας τα ιερά σκεύη και φροντίζοντας για την καθαριότητα του ιερού. Παρ’ όλ’ αυτά ο μακάριος Σεραφείμ σχεδόν δεν αισθανόταν τους κόπους, δεν αισθανόταν την ανάγκη αναπαύσεως και συχνά λησμονούσε την τροφή και το νερό. Και όταν αναπαυόταν, θλιβόταν, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπηρετεί ακατάπαυστα τον Θεό, όπως οι Άγγελοι.
Η ψυχή του Σεραφείμ ανέβαινε αλματωδώς την κλίμακα των αρετών και της θείας θεωρίας, και ο Κύριος, ωσάν ανταποκρινόμενος στον φλογερό και ιερό του ζήλο, τον παρηγορούσε και τον ενίσχυε στον αγώνα του με ουράνιες αποκαλύψεις. Εμβαθύνοντας σ’ αυτές ο όσιος κατέστησε τον εαυτό του ικανό, λόγω της καθαρότητος της ψυχής του, να εγκρατεύεται συνεχώς και να ανυψώνει σταθερά την ψυχή του προς τον Θεό.
Έτσι, ορισμένες φορές, κατά την διάρκεια της ακολουθίας στον ναό, έβλεπε πως οι άγιοι Άγγελοι ως αστραπόμορφοι νέοι, φορώντας λευκές χρυσοκέντητες ενδυμασίες, συλλειτουργούν και συμψάλλουν με τους αδελφούς· και η ψαλμωδία τους ήταν αδύνατον να εκφρασθεί με λόγια ή να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε επίγεια μελωδία. «Εγεννήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος…» (Ψαλμ. 21:15), έλεγε ο ίδιος αργότερα με τα λόγια του ψαλμωδού, αναπολώντας αυτή την άρρητη χαρά που αισθανόταν κατά τις ουράνιες εκείνες εμφανίσεις. Και από τη χαρά του τίποτε άλλο δεν μπορούσε να θυμηθεί, παρά μόνον ότι είχε μπει και είχε βγει από την εκκλησία.
Ιδιαιτέρως κάποτε, την Μεγάλη Εβδομάδα και μάλιστα την Μεγάλη Πέμπτη, ο όσιος αξιώθηκε κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας να δει μία υπέροχη οπτασία. Λειτουργούσαν οι θεοσεβείς γέροντες Παχώμιος και Ιωσήφ μαζί με τον μακάριο Σεραφείμ, δεδομένου ότι ο Παχώμιος είχε βαθύτατα αγαπήσει τον νεαρό μεν, πλην όμως πνευματικώς έμπειρο μοναχό και σχεδόν πάντοτε λειτουργούσε μαζί του.
Όταν ο Σεραφείμ, μετά την μικρά είσοδο εκφώνησε το «Κύριε, σώσον τους ευσεβείς», και βγαίνοντας από την Ωραία Πύλη με τις λέξεις «…και εις τους αιώνας των αιώνων», ύψωσε το χέρι με το οράριο προς το εκκλησίασμα, φωτίσθηκε από ένα ασυνήθιστο φως, ωσάν από ηλιακές ακτίνες. Υψώνοντας τα μάτια προς την κατεύθυνση του φωτός, ο μακάριος Σεραφείμ είδε τον Κύριο Ιησού Χριστό με την μορφή του Υιού του Ανθρώπου, ο όποιος άστραπτε με φως ανέκφραστο και ήταν περικυκλωμένος, ωσάν από σμήνος μελισσών, από τις ουράνιες Δυνάμεις: τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ. Ερχόταν από την δυτική πύλη του ναού, σταμάτησε εμπρός στον άμβωνα και, αφού ύψωσε τα χέρια Του, ευλόγησε τους λειτουργούντες και τον συμπροσευχόμενο λαό. Κατόπιν μπήκε μέσα στην εικόνα του τέμπλου δίπλα στην Ωραία Πύλη.
Η καρδιά του μακαρίου πλημμύρισε από άρρητη χαρά μέσα σ’ ένα αίσθημα γλυκείας, φλογερής αγάπης προς τον Κύριο και περιεβλήθη από το θειο φως της χάριτος. Από το μυστικό αυτό όραμα η όψη του αλλοιώθηκε όλη, ώστε ούτε να κινηθεί ούτε να μιλήσει μπορούσε. Πολλοί το αντιλήφθηκαν αλλά κανείς δεν γνώριζε την αληθινή αιτία του συμβάντος. Τότε πλησίασαν τον Σεραφείμ δύο ιεροδιάκονοι και τον οδήγησαν στο ιερό, όπου στη συνέχεια έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση επί δύο ώρες. Μόνο το πρόσωπό του μεταμορφωνόταν συνεχώς· άλλοτε ήταν λευκό σαν το χιόνι και άλλοτε απλωνόταν επάνω του ζωηρό ρόδινο χρώμα.
Οι λειτουργούντες γέροντες Παχώμιος και Ιωσήφ πίστεψαν ότι του συνέβη κάποια οργανική ταλαιπωρία, πράγμα πολύ πιθανό να συμβεί κατά την Μεγάλη Πέμπτη κατόπιν μακράς νηστείας, ιδίως αν σκεφθεί κανείς τον ζήλο που ο μακάριος Σεραφείμ έτρεφε ανέκαθεν στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν ότι είδε όραμα και όταν ο Σεραφείμ συνήλθε, οι γέροντες τον ερώτησαν τι του συνέβη. Αυτός με πραότητα και παιδική εμπιστοσύνη διηγήθηκε την οπτασία του. Οι έμπειροι στην πνευματική ζωή γέροντες διατήρησαν στην καρδιά τους την διήγησή του και τον συμβούλεψαν να μην υπερηφανευθεί και να μην επιτρέψει να υπεισέλθει στην ψυχή του ο ολέθριος λογισμός για κάποια δική του δήθεν αξία ενώπιον του Θεού. Και κανείς εκτός από τους γέροντες αυτούς δεν έμαθε τότε την θαυμάσια επίσκεψη του Θεού που αξιώθηκε ο μακάριος Σεραφείμ.
(*) Η εβραϊκή λέξη «Σεραφείμ» σημαίνει «φλόγα», «πυρ». Έτσι αποκαλούνται τα ουράνια πνεύματα που αποτελούν το πρώτο αγγελικό τάγμα, το πλησιέστερο στον Θεό.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 17.