Ο άγιος Προκόπιος γεννήθηκε στο Χοτούν της Βοημίας το 987. Διδάχθηκε τα σλαβικά γράμματα στην Πράγα, όπου κατόπιν ως έγγαμος ιερεύς, ζούσε βίο εγκρατή και έντιμο, υπηρετώντας με πολλή αφοσίωση στον ναό του Θεού. Φλεγόμενος όμως από την αγάπη του Χριστού, απαρνήθηκε κάθε γήινο δεσμό και έλαβε το μοναχικό σχήμα στην μονή των Βενεδικτίνων στο Πρεμνών.
Μετά από λίγον καιρό επέστρεψε στην πατρίδα του και έστησε την ησυχαστική του παλαίστρα επάνω από τις όχθες του ποταμού Σάζαβα, σ’ ένα έρημο σπήλαιο που μέχρι τότε ήταν άντρο δαιμόνων.
Ο όσιος επιθυμούσε να παραμείνει άγνωστος, μακριά από τον κόσμο, αλλά η φήμη του σύντομα διαδόθηκε στην περιοχή και ο λαός άρχισε καθημερινώς να συρρέει στο απρόσιτο καταφύγιό του. Οι πλήρεις χάριτος λόγοι του έπεφταν σαν ευεργετική δροσιά στις πονεμένες και κουρασμένες ψυχές των ανθρώπων, οι οποίοι με αναπτερωμένο το πνεύμα αναζητούσαν τον Θεό.
Με χαρά δεχόταν τους πτωχούς και τους ζητιάνους, για τους οποίους γινόταν η ενσάρκωση της θείας προνοίας. Πολλοί επιθυμηταί της ισάγγελης πολιτείας του απηρνούντο τον κόσμο, για να καταταγούν στην συνοδία του. Ο όσιος τους δεχόταν όλους και τους εσκέπαζε με τις πτέρυγές του, «ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής» (Ματθ. 23:37).
Στους μαθητές του που ακολούθησαν τον κοινοβιακό τρόπο ζωής – μεταξύ των οποίων συγκατελέγοντο ο υιός του Ζιμράμ (Γερμανός) και ο ανεψιός του Βίτος – ο όσιος παρέδωσε τον κανονισμό του αγίου Βενεδίκτου και τους έκτισε ένα ναό προς τιμήν της Θεοτόκου και του τιμίου Προδρόμου (1039). Αρκετοί όμως ήσαν και αυτοί που προτίμησαν τον ερημητικό βίο.
Με την δημιουργία της μοναστικής αδελφότητος οι δαίμονες, που δεν είχαν παύσει τις επιθέσεις τους κατά του οσίου όταν ήταν μόνος, απομακρύνθηκαν με ολολυγμούς, οδυρώμενοι για την έξωσή τους.
Η φήμη του ανθρώπου του Θεού έφθασε ως τον δούκα της Βοημίας Ούλντεριχ (1012-1037), ο οποίος βοήθησε στην ανάπτυξη της μονής. Ο υιός του Βρζετισλάβος Α’ (1037-1055), που τον διαδέχθηκε στον βοημικό θρόνο, εξέλεξε τον άγιο Προκόπιο ως πνευματικό του πατέρα, προκειμένου δε να διασώσει την χώρα του από την γερμανική επιρροή, πίεσε τον Προκόπιο να δεχθεί το ηγουμενικό αξίωμα.
Έτσι, υπό την διακυβέρνηση του οσίου η μονή τού Σάζαβα ανεδείχθη κέντρο αποκαταστάσεως της ορθόδοξης λειτουργίας στην σλαβική γλώσσα, σύμφωνα με την παράδοση των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους.
Σαν λαμπρός ήλιος ο άγιος ακτινοβολούσε με το χάρισμα της προφητείας. Προείπε την ημέρα της κοιμήσεώς του και ανήγγειλε στους μαθητές του ότι μετά την αναχώρησή του από τον κόσμο η αδελφότης θα διασκορπιζόταν και θα καταδιωκόταν από τον διάδοχο του Βρζετισλάβου Α’ επί έξι χρόνια, αλλά τελικά θα επέστρεφαν όλοι με ειρήνη στην ησυχία της μονής τους.
Εκοιμήθη στις 25 Μαρτίου 1053 και ενταφιάσθηκε με μεγάλες τιμές στον ναό της Θεοτόκου. Κατά την ώρα του ενταφιασμού ανέβλεψε ένας τυφλός και τα θαύματα συνεχίσθηκαν με τέτοιον ρυθμό, ώστε η τιμή του ως αγίου άρχισε αμέσως να διαδίδεται σε όλη την Βοημία.
Την ηγουμενία με κοινή ψήφο ανέλαβε ο ανεψιός του αγίου Βίτος, και επί δύο χρόνια, όσο ζούσε ο πρίγκιπας Βρζετισλάβος, η μονή πορευόταν απρόσκοπτα. Μετά τον θάνατό του (1055) μοχθηροί και κακόβουλοι άνθρωποι διέσπειραν συκοφαντίες κατά του εναρέτου ηγουμένου και της αδελφότητος και τους κατηγόρησαν στον νέο ηγεμόνα Σπιτίχνιεφ Β’ (1055-1061) ότι χρησιμοποιούν την σλαβική γλώσσα με σκοπό να προκαλέσουν σχίσμα στην Εκκλησία. Συγχρόνως, οι συκοφάντες απαιτούσαν την αντικατάσταση των μοναχών από μία λατινόφωνη αδελφότητα.
Ο Βίτος κατέφυγε με την συνοδία του στην Ουγγαρία, ο δε δούκας τοποθέτησε στην θέση τους γερμανό ηγούμενο και αδελφότητα πιστή στα δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας. Την πρώτη ημέρα της εγκαταστάσεώς τους, καθώς ο παρείσακτος ηγούμενος μετέβαινε στον ναό για την ακολουθία του όρθρου, στις θύρες του ναού εμφανίσθηκε ο άγιος Προκόπιος και τον κατεδίωξε, απειλώντας τον με θεήλατες τιμωρίες.
Ο ηγούμενος δεν έδωσε προσοχή στην προειδοποίηση, και ο άγιος του εμφανίσθηκε πάλι την τέταρτη νύκτα. Τον ήλεγξε για την αδιαφορία του και, κτυπώντας τον δυνατά με την ποιμαντορική του ράβδο, του δήλωσε ότι τον τόπο αυτόν τον είχε ζητήσει από τον Θεό για τα πνευματικά του παιδιά και όχι για τους άρπαγες .
Όταν το 1061 ο Βρατισλάβος Β’ (1061-1092) ανήλθε στον θρόνο, ανεκάλεσε τον εξόριστο Βίτο και τους μοναχούς του από την Ουγγαρία, επανέφερε τα σλαβικά έθιμα στην μονή και ζήτησε από τον πάπα Γρηγόριο Ζ’ (1073-1085) επίσημη έγκριση για την καθιέρωση της σλαβικής γλώσσας στην λειτουργία. Ο πάπας όμως αρνήθηκε, και η σλαβική παράδοση στην Βοημία εγκαταλείφθηκε, μέχρις ότου ο υιός τού Βρατισλάβου Β’, ο Βρζετισλάβος Β’ (1093-1100), αντικατέστησε οριστικά τους Σλάβους μοναχούς με ρωμαιοκαθολικούς Βενεδικτίνους.
Παρά την νέα κατάσταση που επεκράτησε με τους Λατίνους, ο άγιος δεν έπαυσε να κάνη αισθητή την παρουσία του με άπειρα θαύματα· η τιμή του αναπτύχθηκε και διαδόθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε να θεωρείται ένας από τους προστάτες της Βοημίας 2. Τα τίμια λείψανά του ευρίσκονται στην Πράγα. (Η Δυτική Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 4 Ιουλίου.)
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 172.