
Γόνος πλούσιας οικογaενείας του Τουρώφ, στην περιοχή του Μινσκ, ο όσιος Κύριλλος διόλου δεν ενδιαφέρθηκε για πλούτη και δόξα. Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στην μελέτη των ιερών γραμμάτων με Ρώσους και Έλληνες διδασκάλους και κατόπιν εισήλθε στην Μονή των Αγίων Βόριδος και Γκλεμπ. Ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και σκληραγωγούσε το σώμα με προσευχή και αγρυπνίες, διακονώντας αγόγγυστα τους αδελφούς, ενώ κατέστη για τους συμμοναστές του υπόδειγμα τελείας μοναχικής βιοτής. Με αδελφικές παραινέσεις τους παρότρυνε να παραμένουν πιστοί στην υποταγή τους, γιατί ο μοναχός που δεν υπακούει καθ’ όλα στον ηγούμενο δεν θα βρει σωτηρία. Αργότερα, ποθώντας άθλους υψηλότερους, εγκαταβίωσε σε στύλο, μιμούμενος τους παλαιούς στυλίτες.
Οι ασκητικοί αγώνες και τα συγγράμματά του τον κατέστησαν ονομαστό σε όλη την επαρχία, σε βαθμό ώστε ομόφωνα ο ηγεμόνας και σύσσωμος ο λαός τον υποχρέωσαν να αναλάβει το αξίωμα του επισκόπου Τουρώφ (περί το 1169). Όλοι οι κόποι που μέχρι τότε είχε αφιερώσει στην άσκηση, αφειδώς αφιερώθηκαν τώρα στην πνευματική οικοδόμηση του ποιμνίου του. Συνέταξε σειρά λόγων για τις εορτές του ενιαυτού, καθώς και διδαχές που αντλούσε από το Ευαγγέλιο και τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Το ρητορικό έργο του μαρτυρεί την τέλεια γνώση της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, την οποία απέκτησε ο όσιος δια της ησυχαστικής ζωής. Κατά την διάρκεια μιας διαμονής του στην Μονή Αγίου Νικολάου, συνέταξε Προσευχητάριο, με ευχές που φέρουν την σφραγίδα συντριβής και κατάνυξης, ανάλογες με εκείνες του αγίου Εφραίμ του Σύρου [28 Ιαν.]. Κατά μίμησιν του αγίου Ανδρέου Κρήτης, ο όσιος Κύριλλος συνέθεσε Μεγάλο Κανόνα Μετανοίας καθώς και έναν Παρακλητικό Κανόνα. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ρώσο ηγεμόνα Αντρέι Μπογκολιούμπωφ [4 Ιουλ.], ενώ αντιστάθηκε σθεναρά στον επίσκοπο του Σουζντάλ, ο οποίος είχε υποπέσει σε αιρετική πλάνη.
Μετά από βίο αφιερωμένο στον μόχθο για την πνευματική οικοδομή του Σώματος του Χριστού, ο όσιος Κύριλλος, ο οποίος τιμάται ως «δεύτερος Χρυσόστομος» και δικαίως θεωρείται ο σημαντικότερος θεολόγος της Ρωσίας του Κιέβου, εκοιμήθη εν ειρήνη το 1183, λίγο καιρό αφ’ ότου παραιτήθηκε από το επισκοπικό αξίωμα για να επιστρέψει στην μοναχική ησυχία.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 267. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.