Ο όσιος Ιωσήφ γεννήθηκε το 1799 στα ερείπια της Μονής Καψά, στην νοτιοανατολική εσχατιά της Κρήτης, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του για να γλυτώσουν από τους Τούρκους. Αγράμματος εξ ανάγκης, έμαθε ωστόσο από στήθους πολλές εκκλησιαστικές Ακολουθίες. Ο παράφορος και βίαιος όμως χαρακτήρας του τον έκανε σιγά-σιγά να λησμονήσει την ευσέβεια της νεότητός του και οι γονείς του υποχρεώθηκαν να τον στείλουν να δουλεύει σε απομακρυσμένα μέρη για να αποφεύγει τις έριδες με τους Τούρκους κατοίκους του χωριού του. Η απομόνωση όμως αυτή άλλο δεν έκανε παρά να εντείνει τις τάσεις του, και έτσι όταν παντρεύτηκε, η γυναίκα του πάσχιζε απεγνωσμένα να τον διορθώσει.
Μία Κυριακή πήγε να πουλήσει ένα φορτίο ξύλων στο χωριό συνοδευόμενος από την γυναίκα του που δεν στάθηκε δυνατό να τον πείσει να σεβαστεί την ημέρα του Κυρίου. Όταν επέστρεψε, βρήκε την μικρή του κόρη καμμένη ζωντανή στο αλώνι μπροστά στο σπίτι του. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε όλο του το είναι και σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στην ζωή του. Γύρισε να δουλέψει στο χωριό του και με την ενέργεια της θείας χάριτος, από σκαιός και βίαιος που ήταν, έγινε υπόδειγμα πραότητος, αγάπης και ευλαβείας. Η άνυδρη γη της ψυχής του, αρδευόμενη έκτοτε από τους ποταμούς των δακρύων του, έφερε τους καρπούς των αγίων αρετών που οικοδομούσαν όλους τους άλλους χριστιανούς.
Μία ημέρα του 1841 έπεσε σε ύπνο βαθύ που κράτησε περισσότερο από σαράντα ώρες. Στο ξύπνημά του θεράπευσε μία γυναίκα παράλυτη και, πιεζόμενος από τις ερωτήσεις των κοντινών του ανθρώπων, διηγήθηκε με εκπληκτική ευφράδεια ότι ένας άγγελος τον οδήγησε σε έναν εξαίσιο λειμώνα στολισμένο με τα πιο ευώδη φυτά, όπου είδε τις μονές των εκλεκτών· έπειτα ο άγγελος του έδειξε τις τιμωρίες των κολασμένων.
Από την ημέρα εκείνη τον επισκίασε η θεία χάρις και από το στόμα εκείνου του αμόρφωτου ανθρώπου έρρεαν ποταμοί πνευματικών διδαχών. Θεράπευσε επίσης πολλούς αρρώστους και έτσι δεν άργησαν να προσέρχονται στο σπίτι του πλήθη πιστών, σε σημείο που οι επιτυχίες του ανησύχησαν τις Αρχές. Ο άνθρωπος του Θεού, που έκτοτε όλοι αποκαλούσαν με σεβασμό «Γεροντογιάννη», κλήθηκε τρεις φορές στο Ηράκλειο από τον Τούρκο διοικητή της Κρήτης, ο οποίος τον απείλησε με φυλάκιση ή εξορία. Όταν όμως εκείνος θεράπευσε τον γιο του πασά, τον άφησαν στην ησυχία του, συμβουλεύοντάς τον ωστόσο να αποφεύγει να συγκεντρώνει γύρω του πλήθη.
Εν συνεχεία ήταν ο επίσκοπος του τόπου, Ιλαρίων, που θέλησε να βάλει τέλος στο έργο του οσίου κατηγορώντας τον ως αγύρτη. Μία ημέρα που ο ιεράρχης είχε κάνει στάση στο χωριό του Γεροντογιάννη σε μια ποιμαντική επίσκεψή του, διαπίστωσε θυμωμένος ένα πλήθος χριστιανών συγκεντρωμένων γύρω από το σπίτι του. Η φοράδα του επισκόπου, που μόλις είχε γεννήσει, ξαφνικά αφηνίασε και δεν άφηνε να την πλησιάσει ακόμη και το πουλάρι της. Κάλεσαν τότε τον Γεροντογιάννη, που γιάτρεψε αμέσως το ζωντανό και ο επίσκοπος γεμάτος ευγνωμοσύνη τον ευλόγησε και τον ασπάσθηκε.
Μετά από επτά μήνες, ο μακάριος, κουρασμένος από τις τιμές και το καλό του όνομα, αποφάσισε να γίνει μοναχός στο μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου του Καψά, όπου είχε γεννηθεί, βαπτισθεί και παντρευτεί. Εγκαταλείποντας την οικογένειά του στην φροντίδα της θείας Πρόνοιας και παίρνοντας μαζί του όλο κι όλο ένα ραβδί, εγκαταστάθηκε στα ερείπια του μοναστηριού.
Το φως των αρετών του ωστόσο δεν τον άφησε να ακολουθήσει για πολύ τον ησυχαστικό βίο που επιθυμούσε. Παρά το δυσπρόσιτο του τόπου, οι πιστοί άρχισαν να συρρέουν σε λίγο για να ζητήσουν τις προσευχές του και τις συμβουλές του και βρέθηκε υποχρεωμένος να ανακαινίσει μερικά κελλιά για να τους υποδέχεται.
Εν συνεχεία, επειδή ορισμένοι από τους μαθητές του ζητούσαν να διάγουν μοναχικό βίο υπό την καθοδήγησή του, ανέλαβε τον πλήρη ανακαινισμό του μοναστηριού που ολοκληρώθηκε με τεράστιους κόπους, και το 1863 κατόρθωσε να τελεσθούν τα εγκαίνια του ναού και η κουρά του οσίου με το όνομα Ιωσήφ.
Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια (1866-1870) στην Μονή της Αγίας Σοφίας που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου χιλιομέτρων, επέστρεψε στην Μονή Καψά και πέρασε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του με αυστηρή άσκηση, προκειμένου να ετοιμασθεί για την εκδημία του την οποία του αποκάλυψε ο Θεός.
Παρόλο που η φωνή του μόλις και ακουγόταν εξαιτίας των κακοπαθειών του, δεν έπαψε να δέχεται όλους τους πιστούς που τους κατηχούσε στις ευαγγελικές αρετές και προέτρεπε στην ευσέβεια. Έλεγε συγκεκριμένα: «Χωρίς την αγάπη, όλα είναι μάταια». Επιδαψίλευε στους επισκέπτες του την θεία ευσπλαγχνία με τα θαύματά του, αλλά προφήτευε κιόλας τα δεινά που έμελλαν να βρουν την Κρήτη μετά την Επανάσταση και τους αδελφοκτόνους πολέμους.
Αφού οδηγήθηκε εν οράματι από έναν άγγελο στους Αγίους Τόπους, τους οποίους ήταν σε θέση να περιγράφει σαν να τους είχε πράγματι επισκεφτεί, ο μακάριος Ιωσήφ εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Αυγούστου 1874. Στις 7 Μαΐου 1982 έλαβε χώρα η εύρεση των τιμίων λειψάνων του, τα οποία συνεχίζουν να επιτελούν πλήθη θαυμάτων και ιαμάτων.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2009.