Ο όσιος πατήρ ημών Δαβίδ γεννήθηκε την αυγή του 16ου αιώνα στο παραθαλάσσιο χωριό Γαρδινίτζα, αντίκρυ της νήσου Ευβοίας. Ο πατέρας του ήταν ευσεβής και ενάρετος ιερέας. Μόλις τριών ετών, ο Δαβίδ είδε μία νύκτα να του φανερώνεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και να τον οδηγεί στη γειτονική εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στο όνομά του. Έμεινε εκεί, όρθιος και ανυπόδητος για έξι ημέρες, βυθισμένος στη θεωρία, ενώπιον της εικόνας του Προδρόμου.
Αναθρεμμένος από την πιο τρυφερή του ηλικία με τις αρχές της υπακοής απέναντι στους γονείς του, της ασκήσεως και της αδιαλείπτου προσευχής, άφησε το πατρικό του σπίτι σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, προς αναζήτηση ενός πνευματικού πατέρα. Τον βρήκε στο πρόσωπο του ιερομονάχου Ακακίου, ονομαστού για τις αρετές του και για το ευαγγελικό κήρυγμά του στα χωριά της περιοχής.
Ο Δαβίδ ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα στη Μονή του Ακακίου, κι εκεί έδειξε τέλεια υπακοή συνοδευόμενη από ταπείνωση και αδιάλειπτη προσευχή. Καθώς ο Γέροντάς του επιθυμούσε να βρει μία μονή περισσότερο προχωρημένη στην πνευματική ζωή, τον ακολούθησε πρώτα στην Όσσα, κοντά στον Όλυμπο, εν συνεχεία δε, αφού χειροτονήθηκε διάκονος, σε ένα προσκύνημα στις μονές του Αγίου Όρους.
Ο Ακάκιος μετέβη μόνος στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας τον Δαβίδ στη Μεγίστη Λαύρα. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου από τον πατριάρχη Ιερεμία και κάλεσε μετά από λίγο τον Δαβίδ στην επισκοπή του για να τον βοηθήσει στα ποιμαντικά του καθήκοντα.
Αν και ζούσε εν μέσω της τύρβης του κόσμου ο Δαβίδ δεν χαλάρωσε διόλου τις νηστείες, τις ολονύκτιες προσευχές, τις αναρίθμητες μετάνοιες και την απόλυτη υπακοή στον πνευματικό του πατέρα. Έγινε σύντομα ιερέας και ορίστηκε ηγούμενος της Μονής της Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Βαρνάκοβας, κοντά στη Ναύπακτο. Ο ζήλος του όμως και οι πνευματικές του απαιτήσεις ήρθαν σε σύγκρουση εκεί με μοναχούς αδιάφορους οι οποίοι δεν επιθυμούσαν παρά να ακολουθούν το ίδιόν τους θέλημα. Εγκατέλειψε λοιπόν το μοναστήρι τούτο προς αναζήτηση ενός τόπου πρόσφορου για την ησυχία. Εγκαταστάθηκε σε τόπο έρημο, στο όρος Στείρι, κοντά στον Παρνασσό. Εκεί δέχθηκε την επίθεση πολλών σατανικών πειρασμών.
Με την κατηγορία ότι έδωσε καταφύγιο σε έναν σκλάβο φυγά, συνελήφθη από τους Τούρκους και υποβλήθηκε επί μακρόν σε βασανιστήρια· κατόπιν, απελευθερώθηκε με λύτρα που μάζεψαν οι πιστοί της περιοχής και αναχώρησε για να βρει καινούργιο ησυχαστήριο στη νήσο Εύβοια. Εκεί ξανάκτισε μία εκκλησία προς τιμήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και δεν άργησε να συγκεντρώσει γύρω του μερικούς μαθητές που συμμερίζονταν την πολιτεία του και την αγάπη του για την προσευχή.
Μιμούμενος τον Χριστό, ο Δαβίδ έδειχνε απεριόριστη αγάπη για όσους έρχονταν σε αυτόν, ιδιαιτέρως για τους φτωχούς, τους οποίους δεν μπορούσε να βλέπει δίχως να χύνει δάκρυα. Μοίραζε αφειδώς τα αγαθά της μονής σε όσους είχαν ανάγκη, άξιους και ανάξιους, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Πέρασε έτσι χρόνους πολλούς ανταυγάζοντας γύρω του την παρουσία του Θεού με τις αρετές και τα πολλά του θαύματα. Ταξιδεύοντας για να μεσολαβήσει στις διχοστασίες που χώριζαν τους επισκόπους της Πελοποννήσου, το πλοίο του ναυάγησε και ο Δαβίδ σώθηκε από θαύμα.
Έχοντας αξιωθεί το χάρισμα της προορατικότητας, βοήθησε πλήθος ψυχών να βρουν τη σωτηρία και προέγνωσε την ημέρα του θανάτου του. Μάζεψε λοιπόν τους μαθητές του, τους έδωσε τις τελευταίες πνευματικές οδηγίες του και εκοιμήθη εν ειρήνη τη στιγμή που εμπιστευόταν σε όσους έστεκαν γύρω του ότι μόλις του φανερώθηκε ο Χριστός.
Μετά την κοίμηση του αγίου (εν έτει 1589 ή 1601), πλήθος θαυμάτων έλαβαν χώρα στον τάφο του.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι, 2004, Α’ Νοεμβρίου.
Ο όσιος Δαβίδ ο εν Ευβοία