Ο όσιος Άνθιμος ο τυφλός γεννήθηκε το 1727 στο Ληξούρι της νήσου Κεφαλληνίας. Οι ευσεβείς γονείς του, Ιωάννης και Ατζουλέττα Κουρούκλη, στο άγιο βάπτισμα τον ονόμασαν Αθανάσιο.
Όταν ο όσιος ήταν επτά ετών, μία επιδημία ευλογιάς τον άφησε τελείως τυφλό. Η μητέρα του με θερμές προσευχές και σαρανταλείτουργο πέτυχε την θαυματουργική θεραπεία του δεξιού ματιού του παιδιού της. Από την στιγμή εκείνη ο μικρός Αθανάσιος, με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε, μπορούσε να διαβάζει και να αποκτά την γνώση του Θεού, που αργότερα θα την χρησιμοποιούσε για την σωτηρία των άλλων.
Για ένα διάστημα ο όσιος ήταν ναυτικός όπως ο πατέρας του. Σε ηλικία είκοσι δύο περίπου ετών εγκατέλειψε αυτό το επάγγελμα, για να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Θεό και στην άσκηση, και εκάρη μοναχός με το όνομα Άνθιμος.
Κατά θεία πρόνοια έμεινε για δεύτερη φορά σχεδόν τελείως τυφλός, διότι, όπως του απεκάλυψε η Θεοτόκος σε όραμα, αυτό ήταν το συμφέρον του. Έκτοτε η ψυχή του καταφλέχθηκε από θείο ζήλο και η σωματική του τύφλωση μετατράπηκε σε πνευματική όραση και διόραση.
Ως μοναχός ο Άνθιμος αρχικά έμεινε για λίγο στο Άγιον Όρος. Από εκεί, χειραγωγούμενος από το Άγιον Πνεύμα, άρχισε το αποστολικό του έργο περιοδεύοντας τα νησιά Χίο, Σίφνο, Πάρο, Νάξο και Ίο, στα οποία εκήρυττε τον θείο λόγο και θαυματουργούσε ζώντας με μεγάλη άσκηση.
Μετά από ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους σταμάτησε στο Καστελόριζο, όπου έκτισε τον ναό του αγίου Γεωργίου και το ομώνυμο ανδρικό μοναστήρι (1759). Επειδή δεν είχε τα απαραίτητα μέσα, ο Θεός οικονόμησε να αναλάβουν το κτίσιμο οι ίδιοι οι κάτοικοι από ευγνωμοσύνη στον άγιο, διότι με την προσευχή του τους έλυσε μία μακρά ανομβρία.
Τον επόμενο χρόνο στην Αστυπάλαια με το χάρισμα της διοράσεως υπέδειξε στους κατοίκους τον αγρό, από όπου θα έπαιρναν τα υλικά, για να κτίσει γυναικεία μονή, την οποία αφιέρωσε στην Παναγία την Πορταΐτισσα (1760).
Την μονή αυτή ιδιαίτερα την είχε αγαπήσει ο όσιος και εκεί επιθυμούσε να εγκατασταθεί. Αλλά ο διάβολος, χρησιμοποιώντας κάποιον κακοπροαίρετο κάτοικο, πέτυχε να διαδοθούν κακές φήμες. Η συκοφαντία δεν άργησε να διαλυθεί· ο όσιος όμως εγκατέλειψε το νησί, που με πολλά θαύματα είχε ευεργετήσει, και επέστρεψε στην πατρίδα του, το Ληξούρι (1764).
Εκεί με την βοήθεια επτά αφοσιωμένων γυναικών μοναχών ανοικοδόμησε την μονή της αγίας Παρασκευής Λεπέδων (1769), η οποία είχε καταστραφεί από τους σεισμούς του 1766/7.
Στις μοναχές αυτές, που απετέλεσαν την πρώτη γυναικεία αδελφότητα, σύντομα προστέθηκαν και άλλες και ο όσιος Άνθιμος τους παρέδωσε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής. Ο ίδιος έμενε σε μικρή σπηλιά, δεξιά από τον ναό-σπήλαιο, κοιμόταν επάνω σε σανίδες και φορούσε κρυφά σιδερένιες αλυσίδες.
Από τα Λέπεδα ο αόμματος Άνθιμος επισκέφθηκε την Κρήτη και δίδαξε στην περιοχή των Σφακιών τους σκληρούς στα ήθη κατοίκους. Τους απήλλαξε θαυματουργικά από τα μαγικά φυλακτά και τις δεισιδαιμονίες, εθεράπευσε μία τυφλή γυναίκα και ετέλεσε πολλά άλλα θαύματα, με τα οποία συνεκλόνισε όχι μόνον τους χριστιανούς αλλά και τους οθωμανούς. Ημερωμένοι οι Σφακιώτες τον βοήθησαν να κτίσει την μονή του αγίου Αντωνίου (1770).
Εν συνεχεία εκήρυξε στα Κύθηρα, όπου με την βοήθεια των χριστιανών έκτισε την ανδρική μονή του Τιμίου Προδρόμου (1773) και δύο χρόνια αργότερα έκτισε στην Σίκινο την τελευταία του μονή, την οποία αφιέρωσε στην Ζωοδόχο Πηγή (1775). Από εκεί συνέχισε τις αποστολικές περιοδείες του στα μέρη της Πελοποννήσου διδάσκοντας και θαυματουργώντας.
Επιστρέφοντας στα Λέπεδα, έλαβε πρόσκληση από τους Μανιάτες να πάει να τους ειρηνεύσει. Κατά το ταξίδι το πλοίο λόγω τρικυμίας προσορμίσθηκε στην παραλία του χωριού Κελμπεσιό, του οποίου οι κάτοικοι ζούσαν με ληστείες και φόνους.
Δύο Κελμπεσιώτες πήδησαν στο πλοίο με σκοπό να τον σκοτώσουν. Όταν όμως ο τυφλός όσιος, που δεν τους είχε συναντήσει ποτέ πριν, τους κάλεσε με τα ονόματά τους και τους επέπληξε για την ζωή τους, οι ληστές κατανύχθηκαν, μετενόησαν και ζήτησαν συγχώρηση.
Ο όσιος ήλεγξε για την αμέλειά του και τον ιερέα του χωριού, που είχε καταφθάσει ντυμένος λαϊκός μαζί με άλλους χωρικούς, τους εδίδαξε τις ευαγγελικές αρετές και συνέχισε το ταξίδι του.
Προτού φθάσει στην Μάνη, ο Θεός του απεκάλυψε πως έπρεπε να επιστρέψει στην μονή του, όπου σύντομα θα απέθνησκε. Πράγματι, φθάνοντας στα Λέπεδα, προσβλήθηκε από ίκτερο και προετοιμάσθηκε για την κοίμησή του. Ανεκοίνωσε στις μοναχές την επερχόμενη αναχώρησή του, τις συμβούλευσε για την σωτηρία της ψυχής τους και στις 4 Σεπτεμβρίου 1781 εκοιμήθη εν ειρήνη, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, από τα οποία τα περισσότερα μοιράσθηκαν ή χάθηκαν. Σήμερα σώζονται τεμάχια μόνον στην μονή της Πορταΐτισσας, στην Αστυπάλαια.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 50.