Ο όσιος Γεδεών γεννήθηκε από γονείς πτωχούς στο χωριό Κάπουρνα της Μητρόπολης Δημητριάδος (περιοχή Βόλου). Σε ηλικία δώδεκα ετών, οι γονείς του τον τοποθέτησαν στην υπηρεσία ενός θείου, που ήταν έμπορος στο Βελεστίνο. Θαυμάζοντας την ευφυΐα του και τον ζήλο του για εργασία, ένας μουσουλμάνος της περιοχής άρπαξε δια της βίας το νεαρό παιδί, το έβαλε να δουλέψει στο χαρέμι του και μέσα σ’ έναν χρόνο κατόρθωσε να το κάνει να δεχθεί την περιτομή, να γίνει μουσουλμάνος και να λάβει το όνομα Ιμπραΐμ.
Δεν πέρασαν δυο μήνες και βασανισμένο από τύψεις συνειδήσεως, το δυστυχισμένο παιδί έφυγε κρυφά και επέστρεψε στην πατρική εστία. Δυσανασχετώντας γι’ αυτήν την εξέλιξη, οι γονείς του τον έστειλαν στην Κρήτη για να αποφύγει τις διώξεις. Εκεί πέρασε κάποιο διάστημα στην υπηρεσία απάνθρωπων και βίαιων οικοδόμων· έφυγε εκ νέου και βρήκε καταφύγιο κοντά σ’ έναν ευλαβή ιερέα του νησιού, στον οποίο εξομολογήθηκε τον εξισλαμισμό του και ο οποίος του υπέδειξε την οδό της μετανοίας και τον δέχθηκε στην οικογένειά του σαν θετό γιο.
Τρία χρόνια αργότερα, ο ευλαβής ιερέας απεβίωσε και ο νεαρός Γεδεών πήγε με πλοίο στο Άγιον Όρος για να αφιερωθεί στην μετάνοια και στα δάκρυα για την σωτηρία της ψυχής του· όπως πολλοί άλλοι που αφού παραπλανήθηκαν και χάθηκαν, αποφάσισαν να συμφιλιωθούν με τον Θεό δια της μετανοίας. Έγινε μοναχός στην Μονή Καρακάλλου με το όνομα Γεδεών και ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Απόλυτη ήταν η υποταγή και η υπακοή του και γρήγορα πρόκοψε στους ασκητικούς αγώνες: την νηστεία, την αγρυπνία, τις μετάνοιες, τα αδιάκοπα δάκρυα. Επί τριάντα πέντε χρόνια υπήρξε μοναχός υποδειγματικός για όλους. Το 1797 διορίσθηκε οικονόμος ενός μετοχίου της Μονής στην Κρήτη κι έμεινε εκεί έξι χρόνια.
Αγαπημένη του ασχολία ήταν η ανάγνωση των Βίων των μαρτύρων: έβρισκε εκεί πρότυπα τέλειας αποταγής για την αγάπη του Χριστού και παλιγγενεσίας για όσους τον είχαν αρνηθεί. Φλεγόταν από ζήλο να μιμηθεί το παράδειγμά τους και έλαβε ευλογία από τους προϊσταμένους της μονής να ακολουθήσει την οδό του εκουσίου μαρτυρίου. Πήγε πρώτα στην Ζαγορά και υποκρίθηκε τον σαλό για να γίνει στόχος χλεύης και καταφρόνησης, κατά το παράδειγμα του αγίου Συμεών και του αγίου Ανδρέα.
Έφθασε στο Βελεστίνο ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη και κατευθύνθηκε στην οικία του μουσουλμάνου πρώην αφέντη του, στολισμένος στα μαλλιά και στο σώμα με πολύχρωμα άνθη. Υπενθύμισε στον Τούρκο, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε, ότι ήταν ο νεαρός χριστιανός δούλος που στο παρελθόν ο αφέντης τον είχε αναγκάσει να προδώσει την πίστη του· ζήτησε από τον Τούρκο να του αποδώσει εκείνο το οποίο του στέρησε, γιατί βλέποντας την σάρκα του περιτμημένη έβλεπε σ’ αυτήν τη σφραγίδα του σατανά.
Αμέσως τον συνέλαβαν και την επαύριο, Μεγάλη Παρασκευή, τον παρουσίασαν στον δικαστή. Φορώντας πάντα τα άνθη, προχώρησε στον δικαστή με δυο πασχαλινά αυγά στα χέρια και του είπε γεμάτος παρρησία: Χριστός Ανέστη! Του πρόσφεραν καφέ κι εκείνος έχυσε το φλιτζάνι στο πρόσωπο του δικαστή, χλευάζοντας την πλάνη της θρησκείας του Μωάμεθ. Έκανε τα πάντα για να γίνει στόχος της οργής και των φοβερότερων τιμωριών των Τούρκων· τον πέρασαν όμως για τρελό, τον ξυλοκόπησαν με ραβδιά και μισοπεθαμένο τον μάζεψαν οι χριστιανοί της περιοχής.
Λίγο αργότερα, την ώρα που οι Τούρκοι στρατιώτες περνούσαν από το χωριό, ο μακάριος Γεδεών, αποζητώντας πάντα το μαρτύριο όπως η έλαφος η διψώσα επί τις πηγές των ζωοποιών υδάτων (Ψαλμ. 41:2), τους προκάλεσε ανοιχτά και δεν δίστασε να κρατήσει στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα για να τους δείξει ότι η πίστη του ήταν πιο φλογερή κι από τα πιο έντονα εγκαύματα.
Έφυγε και αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα σ’ ένα σπήλαιο για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή· κατόπιν επέστρεψε στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε επί ένα χρόνο στην μονή της μετανοίας του.
Μια νύχτα, κατά την διάρκεια της ακολουθίας, άκουσε μια φωνή που ερχόταν από την εικόνα του Παντοκράτορα στον τρούλλο, κι έλεγε: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10:32-33).
Μετά το θείο αυτό σημείο, ξαναέφυγε και πήγε στο Βελεστίνο, όπου με θάρρος ομολόγησε την μεταστροφή του. Τον παρέδωσαν στον πασά του Τυρνάβου, ενώπιον του οποίου άφοβα διηγήθηκε την ιστορία του, ομολόγησε τον Χριστό, και χλεύασε τους Αγαρηνούς. Τον περιέφεραν γυμνό πάνω σε γαϊδούρι με μια προβιά στην κεφαλή, αλλά ο χλευασμός αυτός έκανε την πορεία του πορεία θριάμβου, ανάλογη της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
Καταδικάσθηκε τέλος, και διατάχθηκαν οι δήμιοι να κατακόψουν τα άκρα του με πελέκι. Ο Γεδεών άκουσε με αγαλλίαση την καταδίκη και τέντωσε ο ίδιος το πόδι του ενθαρρύνοντας με πραότητα τον δήμιο, που είχε φοβηθεί την παρρησία του. Με την ψυχή ήδη προσηλωμένη στον Χριστό, ο μάρτυς δεν έβγαλε άχνα ή αναστεναγμό όσο κατάκοβαν ένα ένα τα άκρα του. Προς το βράδυ, καθώς ήταν ακόμη ζωντανός, ο πασάς διέταξε τέσσερεις χριστιανούς να τον ρίξουν στον βόθρο του παλατιού, όπου ο Γεδεών βρήκε τον θάνατο. Ήταν 30 Δεκεμβρίου 1818.
Την επομένη, οι χριστιανοί κατόρθωσαν να εξαγοράσουν το τίμιο λείψανο κι ετοιμάζονταν να το ενταφιάσουν με επισημότητα, αλλά επί δύο ώρες έτρεχε νωπό αίμα από το ακρωτηριασμένο σώμα επιτελώντας πολλά θαύματα. Το 1837, μετά από πολλές θαυματουργικές φανερώσεις του αγίου, η Μονή Καρακάλλου κατόρθωσε να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τέταρτος, Δεκέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι.