Γεννημένος στα τέλη του 6ου αιώνα στη Νορθουμβρία, το σημαντικότερο από τα επτά βασίλεια στα οποία ήταν τότε διαιρεμένη η Αγγλία, ο άγιος Τσαντ (Chad ή Σεάντ) υπήρξε μαθητής του αγίου Αϊντάν [31 Αυγ.] στο ξακουστό μοναστήρι-επισκοπή του Λίντισφαρν.
Αφού πέρασε μερικά χρόνια στην Ιρλανδία, κλήθηκε ξανά στην Αγγλία από τον αδελφό του, κτίτορα της Μονής Λάστινγχαμ (Lastingham), για να αναλάβει την ηγουμενία, την εποχή όπου η Σύνοδος του Γουίτμπυ (Whitby), χάρη στην επιρροή που άσκησε ο άγιος Γουίλφριντ [24 Απρ.], είχε επιβάλει στη κελτική Εκκλησία το ρωμαϊκό έθιμο όσον αφορά τον εορτασμό του Πάσχα.
Καθώς ο Γουίλφριντ (Wilfrid), που είχε εκλεγεί επίσκοπος στην έδρα του Λίντισφαρν μεταφερμένη στην Υόρκη, αργούσε να επιστρέψει από τη Γαλατία, όπου είχε μεταβεί για την χειροτονία του, ο βασιλιάς Οσουί (Oswy) εξέλεξε στην θέση του τον άγιο Τσαντ (666).
Υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, ο άγιος μοναχός επέδειξε σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο αποστολικό ζήλο για την κατήχηση του λαού, επισκεπτόμενος πεζός τις ενορίες του, και συνδράμοντας τους θλιβομένους.
Μετά την επιστροφή του Γουίλφριντ, ο άγιος Θεόδωρος, αρχιεπίσκοπος τις Καντερβουρίας [19 Σεπτ.], του ανέθεσε την έδρα της Υόρκης. Ο άγιος Τσαντ το αποδέχθηκε καλοπροαίρετα λέγοντας στον αρχιεπίσκοπο: «Ευχαρίστως αποχωρώ από μια θέση για την οποία ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου άξιο και που την αποδέχθηκα από υπακοή».
Αποσύρθηκε τότε στη μονή του στο Λάστινγχαμ. Όμως λίγο καιρό αργότερα αναγκάστηκε να την αφήσει και πάλι για να γίνει επίσκοπος της Μερκίας.
Εγκατέστησε την έδρα του στην πόλη Λίχφιλντ (Lichfield), όπου οικοδόμησε καθεδρικό ναό, ιδρύοντας κοντά του ένα μικρό μοναστήρι όπου διέμενε με μερικούς μαθητές, και ξανάρχισε τις περιοδείες ανά την επισκοπή του, ταξιδεύοντας πάντα με τα πόδια και γινόμενος τα πάντα τοις πάσι.
Σε περίπτωση που ξεσπούσε καταιγίδα σε μια από τις αποστολές του, εγκατέλειπε κάθε άλλη απασχόληση και αφοσιωνόταν στην προσευχή, ζητώντας από το Θεό να ευσπλαχνιστεί τους ανθρώπους.
Το 672 έπεσε θύμα επιδημίας πανούκλας και επτά ημέρες προτού εκδημήσει προς τον Θεό, άγγελοι ήλθαν να του αναγγείλουν, εν μέσω χαρμόσυνων ύμνων, ότι σε λίγο θα ξανάρχονταν να συνοδεύσουν την ψυχή του στην άνοδό της στον ουρανό.
Τα τίμια λείψανά του, που γλύτωσαν τις βεβηλώσεις που σημειώθηκαν κατά τη μεταρρύθμιση του Ερρίκου του ογδόου, διατηρούνται ακόμη στο καθεδρικό ναό του Μπίρμινγχαμ.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, Μαρτίου Β’.