Προερχόμενος από οικογένεια ιερατική, ο άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1703, στην περιοχή του Τσερνιγκώφ, αλλά νέος έζησε στο χωριό Βερέζανι στην επαρχία της Πολτάβας. Περατώνοντας τις σπουδές του στην Ιερατική Σχολή που ήταν εξάρτημα της Ακαδημίας του Κιέβου, εισήλθε στην Μονή Μεταμορφώσεως του Κρασνογκόρσκ και λίγο μετά την κουρά του εξελέγη ηγούμενος. Επέδειξε μεγάλη ικανότητα όσον αφορά τα διοικητικά, αλλά και την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών του.
Μετά δώδεκα χρόνια, η Ιερά Σύνοδος τον διόρισε οικονόμο και κατόπιν ηγούμενο της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, την σημαντικότερη Μονή της Αγίας Πετρούπολης. Έμεινε στην θέση αυτή επτά έτη, αποκατέστησε την εύρυθμη τάξη και οικοδόμησε διώροφο ναό.
Το 1753, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ τον διόρισε επίσκοπο Ιρκούτσκ, πρωτεύουσας της Σιβηρίας, και του παραχώρησε το προνόμιο να φέρει τον σάκκο κατά την θεία Λειτουργία, ενώ οι προκάτοχοι του φορούσαν μόνον το φελόνιον.
Συνοδευόμενος από τον αρχιμανδρίτη Συνέσιο, πνευματικό φίλο και συνασκητή από την νεότητά τους, τον οποίο διόρισε ηγούμενο της Μονής της Αναλήψεως, επεδίωξε να συνεχίσει το έργο του αγίου Ιννοκεντίου [26 Νοεμ.]. Άρχισε, εκπληρώνοντας τον πόθο του αγίου, με την οικοδόμηση μεγάλου καθεδρικού ναού αφιερωμένου στα Θεοφάνεια.
Με αγάπη και αποφασιστικότητα, ο άγιος Σωφρόνιος μεριμνούσε ιδιαίτερα για την κατάρτιση του κληρικών και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών και προς τον σκοπό αυτό ίδρυσε Ιερατική Σχολή κοντά στην επισκοπική κατοικία.
Παρά τις πολλαπλές δυσκολίες της συγκοινωνίας, διέτρεχε την απέραντη επισκοπική του περιφέρεια επισκεπτόμενος τις ενορίες και επαγρυπνώντας για την ευταξία της εκκλησιαστικής ζωής. Χάρις στην ποιμαντική του φροντίδα, οι ιερές ακολουθίες τελούνταν παντού με λαμπρότητα και ο λαός συμμετείχε με ευλάβεια και φόβο Θεού, καταλαβαίνοντας την γλώσσα των κειμένων και των ύμνων. Οι πιστοί τόσο πολύ διαποτίζονταν από την εκκλησιαστική ζωή, ώστε στους δρόμους δεν ακούγονταν λαϊκά άσματα, αλλά ύμνοι και τροπάρια.
Ο άγιος μερμνούσε πολύ για την διάδοση του Ευαγγελίου στους πληθυσμούς της Σιβηρίας που ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ενεθάρρυνε τους κληρικούς του να συμμερίζονται τον ζήλο του και μετέτρεπε τις μονές όπου είχε τοποθετήσει τους πιστότερους μαθητές του σε ιεραποστολικά κέντρα. Κατόρθωσε με αυτόν τον τρόπο να μεταδώσει το Ευαγγέλιον της Σωτηρίας μέχρι και στους πληθυσμούς που ζούσαν στα σύνορα της Κίνας και ανήγειρε περισσότερους από ένδεκα ναούς και πολλά σχολεία σε διάφορες πόλεις.
Παρά τις τόσες ποιμαντικές του ασχολίες, ο άγιος επίσκοπος δεν παραμελούσε την πνευματική ζωή, περνώντας σχεδόν όλη την νύχτα προσευχόμενος και τελώντας την θεία Λειτουργία όσο πιο συχνά μπορούσε.
* * *
Έχοντας οδηγήσει το πνευματικό του ποίμνιο στους λειμώνες της θείας χάριτος, ο άγιος ιεράρχης, αισθανόμενος τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο να διορίσει άλλον ποιμενάρχη και αποσύρθηκε σε μονή, όπου πέρασε τις τελευταίες ημέρες του με αδιάλειπτη προσευχή και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 30 Μαρτίου 1771.
Πέρασαν έξι μήνες μέχρι να έρθει στο Ιρκούτσκ άλλος επίσκοπος και να τον κηδεύσει επίσημα. Στο διάστημα αυτό το σώμα του αγίου δεν παρουσίασε σημάδια αποσύνθεσης, ενώ άρχισαν να επιτελούνται θαύματα. Παρ’ όλα αυτά η αγιοκατάταξή του αποφασίστηκε μόνο στην πανρωσσική Σύνοδο του 1917. Καθώς η ημέρα της επίσημης ανακήρυξής του αναβλήθηκε λόγω των ταραχών, ο άγιος εμφανίσθηκε στον επίσκοπο Ιρκoύτσκ Ιωάννη, λέγοντάς του: «Μην πτοείσαι!»
Το 1918 πυρκαγιά κατέστρεψε τα τίμια λείψανα, από τα οποία σώθηκε μόνον ένα μέρος, και έλαβε χώρα η πανηγυρική ανακήρυξή του σε άγιο στις 30 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, η οποία ήταν η τελευταία που εόρτασε η ρωσική Εκκλησία πριν την ζοφερή σταλινική περίοδο.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 309.