Ο άγιος Μανουήλ, που καταγόταν από τα Σφακιά Κρήτης, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κατά την διάρκεια των αντιποίνων της εξέγερσης του 1770 και εξισλαμίσθηκε βιαίως. Κατόρθωσε όμως να διαφύγει στην Μύκονο, όπου επανήλθε στην χριστιανική πίστη και νυμφεύθηκε. Όταν μερικά χρόνια αργότερα αντιλήφθηκε ότι η συζυγός του τον απατούσε, χωρίς μίσος ή θυμό πήρε μαζί του τα έξι παιδιά τους και πήγε να κατοικήσει αλλού.
Μία ημέρα που ο Μανουήλ ερχόταν από την Σάμο με πλοίο φορτωμένο ξυλεία, τους πλεύρισε ένα τουρκικό πολεμικό. Ο σύγγαμβρός του, που μισούσε θανάσιμα τον Μανουήλ επειδή είχε εγκαταλείψει την αδελφή του, ήταν στο πλοίο στην υπηρεσία του αγά. Βλέποντας τον Μανουήλ, τον κατήγγειλε στους Τούρκους ως αποστάτη.
Ο αγάς του ζήτησε να παρουσιαστεί και τον πρόσταξε να επιστρέψει στο Ισλάμ απειλώντας τον να τον βασανίσει ανελέητα. Ο γενναίος Μανουήλ όμως αποκρίθηκε: «Αδύνατον! Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θα πεθάνω!» Έμεινε ακλόνητος παρά τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν μέχρι ότου έφθασαν στην Χίο, όπου βρισκόταν ο στόλος του σουλτάνου.
Τον ανέκρινε ο ναύαρχος και διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Ακούγοντας την απόφαση ο Μανουήλ αναφώνησε: «Δόξα σοι ο Θεός!» Και όλο χαρά έσκυψε τον αυχένα μπροστά στο δήμιο, ο οποίος πανικοβλήθηκε και τράπηκε σε φυγή προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στους Τούρκους που είχαν μαζευτεί εκεί.
Ο άγιος παρέμεινε γονυπετής και ακίνητος. Ένας στρατιώτης άρπαξε τότε το σπαθί που είχε πέσει καταγής και χτύπησε τον μάρτυρα σε διάφορα σημεία χωρίς ωστόσο να μπορέσει να του κόψει το κεφάλι. Εξοργισμένος, έριξε τον Μανουήλ κατάχαμα και πέφτοντας πάνω του τον έσφαξε σαν αρνί (το έτος 1792). Την επαύριο ο ναύαρχος, για να μη αποδώσουν τιμές οι χριστιανοί στο λείψανο του μάρτυρος, διέταξε να το ρίξουν στην θάλασσα.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 159.