Καταγόμενος από το χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης, από γονείς μουσουλμάνους, ο άγιος Κωνσταντίνος έδειξε παιδιόθεν ισχυρή κλίση προς την αρετή.
Ήταν δεκαπέντε χρονών όταν, πέφτοντας θύμα μιας μάγισσας που του έδωσε να πιεί ένα δηλητηριασμένο φίλτρο, τυφλώθηκε και έμεινε κατάκοιτος επί τρία έτη. Μία ευσεβής χριστιανή τον σπλαχνίστηκε και πρότεινε στην μητέρα του να τον πάρει και να τον πλύνει σ’ ένα αγίασμα, όπου και θεραπεύτηκε.
Μετέβη κατόπιν με τον αδελφό του για να εργαστεί στην Σμύρνη, σε ένα οπωροπωλείο. Συχνά είχε την ευκαιρία να κάνει παραδόσεις στη Μητρόπολη, όπου και άκουγε με ενδιαφέρον τα χριστιανικά αναγνώσματα. Με αυτόν τον τρόπο άναψε σιγά-σιγά στην καρδιά του η φλόγα του θείου έρωτος. Παρασυρμένος όμως από κακές συντροφιές, παραδόθηκε για κάποιο διάστημα στον έκλυτο βίο· δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει την αθλιότητά του και αποφάσισε να βρει καράβι για το Άγιον Όρος, με σκοπό να γίνει χριστιανός.
Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό του σε μοναχούς σε διάφορες σκήτες και στην Μεγάλη Λαύρα, όμως εκείνοι τρομοκρατημένοι τον παρέπεμψαν στον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ που εγκαταβίωνε τότε εξόριστος στην Μονή των Ιβήρων [10 Φεβρ.]. Ο πατριάρχης τον άκουσε με καλοσύνη και του συνέστησε να πάει να προετοιμαστεί για έξι μήνες στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων.
Όταν έφθασε, τέλος, η ημέρα του Βαπτίσματός του, ένα φως εκτυφλωτικής λαμπρότητος ακτινοβολούσε από την όψη του καθώς έβγαινε από το λουτρό της παλιγγενεσίας. Εν συνεχεία δε, ο Κωνσταντίνος έζησε ως ασώματος στην σκήτη.
Προσκυνώντας τα λείψανα των αγίων νεομαρτύρων στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, κυριεύτηκε από διάπυρο πόθο να τους μιμηθεί, και καθώς η σκέψη αυτή δεν έφευγε στιγμή από τον νου του, έδινε την εντύπωση ότι ήταν θλιμμένος και κατηφής. Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό του στον πνευματικό πατέρα του, ο οποίος αποφάσισε να τον δοκιμάσει με νηστεία και άσκηση σαράντα ημερών. Μετά από όραμα όμως, ο πόθος του καταλάγιασε και αποφάσισε να μεταβεί στην Μαγνησία, για να μεταστρέψει την αδελφή του.
Φθάνοντας στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), αναγνωρίστηκε από έναν Τούρκο και την στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει για την Σμύρνη, συνελήφθη και οδηγήθηκε στον αγά. Οι περιστάσεις αναζωπύρωσαν τον ιερό πόθο του και δίχως δισταγμό ομολόγησε ότι ήταν πράγματι τουρκικής καταγωγής και ότι είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Ανακρίθηκε πάλι από τον δικαστή της περιοχής και οι χριστιανοί που το πληροφορήθηκαν βρήκαν τρόπο να μπουν κρυφά στην φυλακή για να τον ενθαρρύνουν εν όψει των αγώνων που τον περίμεναν.
Όταν παρουσιάσθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, ένας χαλκωματάς, που είχε ήδη βασανίσει τον άγιο μάρτυρα Γεώργιο τον Χιοπολίτη [26 Νοεμ.], πρότεινε να τον δοκιμάσει αυτός.
Πράγματι, με διαβολική εφευρετικότητα κατασκεύασε μεταλλικό σκούφο τον οποίο τοποθέτησε πυρακτωμένο στην κεφαλή του αγίου. Κατόπιν με ένα λουρί πίεσε δύο μολυβένια σφαιρίδια πάνω στους κροτάφους με αποτέλεσμα οι βολβοί των ματιών του να πεταχθούν από τις κόγχες τους.
Την επόμενη νύχτα ευσεβείς χριστιανοί είδαν φως να βγαίνει από τον ναό του νεομάρτυρος Γεωργίου και να διεισδύει στην φυλακή του Κωνσταντίνου.
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο Κωνσταντίνος οδηγήθηκε πάλι στους δικαστές, ζήτησε να τον λύσουν και έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, λέγοντας μεγαλοφώνως: «Βλέπετε τι είμαι και μην ελπίζετε να αλλάξω γνώμη!» Ο δικαστής οργισμένος τράβηξε το ξίφος του και έπληξε τον άγιο στο στήθος σταυροειδώς, αλλά μονάχα το ρούχο του σχίσθηκε και ένας απαστράπτον χρυσός σταυρός εμφανίσθηκε τότε στο στέρνο του.
Στις 23 Απριλίου 1819 (ή 1820) παραδόθηκε ξανά προς μαστίγωση, ενώ τον φόρτωσαν με βαρειές αλυσίδες: την ημέρα ήταν καθισμένος με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και την νύχτα τον άφηναν να κρέμεται από τα δεσμά του. Επιπλέον ο Σατανάς ερχόταν να τον ταράξει με πλήθος οπτασίες και πειρασμούς.
Ο άγιος όμως αντιστεκόταν σθεναρά, με την ενθάρρυνση ενός νεαρού μαθητή που είχε μπει κρυφά στην φυλακή και τον ενδυνάμωνε εξιστορώντας τα κατορθώματα των μαρτύρων του Χριστού, ενώ όλοι οι χριστιανοί των Κυδωνιών είχαν συναχθεί στις εκκλησίες και προσεύχονταν για να στερεωθεί στην ομολογία της Πίστεως.
Μία νύχτα είδε σε όραμα την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία τον χαιρέτησε ως πιστό υπηρέτη του Υιού Της και του ανήγγειλε την ένδοξη έκβαση του αγώνα του, όπως και την επικείμενη καταστροφή που θα έβρισκε την πόλη.
Βλέποντας την απαρασάλευτη στάση του, ο δικαστής διέταξε να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφού τον βασάνισαν και ομολόγησε με θέρμη την Πίστη του ενώπιον του διοικητή, τον φυλάκισαν σε ένα δημόσιο λουτρό.
Ένας ιερέας ήλθε να του προτείνει να φροντίσει ώστε να αφεθεί ελεύθερος, αλλά ο άγιος αρνήθηκε δείχνοντας τις πληγές του, απόδειξη της καρτερίας του, και τον παρακάλεσε να μην αναλάβει τίποτε που θα στεκόταν εμπόδιο στην πρόρρηση της Θεομήτορος.
Μετά από δύο νέες ανακρίσεις, ο Κωνσταντίνος αναστενάζοντας ευχήθηκε στον δικαστή να καταλάβει ποιο ήταν το συμφέρον της ψυχής του και να μεταστραφεί κι αυτός. Τα λόγια αυτά προκάλεσαν την οργή του δικαστή που τον κτύπησε στο πρόσωπο και έδωσε εντολή να τον βασανίσουν και εν συνεχεία να τον απαγχονίσουν.
Μετά την θανάτωσή του, στις 2 Ιουνίου, οι δήμιοι έθαψαν το σώμα του ενδόξου μάρτυρος στο τουρκικό νεκροταφείο, για να μην μπορούν να έρχονται οι χριστιανοί να το τιμούν.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σελ. 36.